Εγγραφή στο newsletter

Μη χάσετε καμία ενημέρωση! Εγγραφείτε στη λίστα αλληλογραφίας μας για να λαμβάνετε τα νέα μας


By submitting this form, you are consenting to receive marketing emails from: . You can revoke your consent to receive emails at any time by using the SafeUnsubscribe® link, found at the bottom of every email. Emails are serviced by Constant Contact

Search
Close this search box.

Μαθήματα Αρχαίων Ελληνικών ως εξωσχολική δραστηριότητα από το 1994

Κάλαντα: Ένα πανάρχαιο έθιμο

Ἡ ἱστορικὴ πορεία τῶν καλάντων
ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα, στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα.

 

Λίγο πολὺ ὅλοι μας ἔχουμε «πεῖ» κάλαντα. Εἴτε μὲ τοὺς φίλους μας ὅταν ἤμασταν παιδιά, εἴτε μὲ τὰ ἀδέρφια μᾶς. Ἀργότερα, τὴν παραμονὴ τῶν  Χριστουγέννων, μᾶς ἔχουν ξυπνήσει, τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς γιὰ νὰ μᾶς «τα ποῦν».

Τὰ κάλαντα σὰν ἔθιμο προέρχονται ἀπ’ τους «ἀγερμοὺς» της ἀρχαίας Ἑλλάδος, υἱοθετῶντας σὲ κάθε ἐποχιακὴ γιορτὴ καὶ μιὰ ἰδιαίτερη ὀνομασία, ὅπως «Εἰρεσιώνη», «Χελιδονίσματα», «Κορωνίσματα», «Μηναγύρτια» κ.λ.π.

Ἀγερμοί, Καλένδες, Κάλαντα

Ἡ ἐτυμολογικὴ προσέγγιση τῆς λέξης «ἀγερμοί» προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀγείρω, τὸ ὁποῖο σημαίνει ἀθροίζω, μαζεύω, συγκεντρώνω (ἐξ οὐ καὶ «συναγερμὸς») ἐρανίζομαι, ἔννοια ποὺ καὶ ἐμεῖς σήμερα κατὰ κόρον χρησιμοποιοῦμε μὲ τὸν ἔρανο, κυρίως γιὰ θρησκευτικοὺς λόγους.

Τὰ κάλαντα προέρχονται ἀπὸ τὸ ρῆμα καλέω-ῶ, ποὺ ἀργότερα στὴ Ῥώμη μεταφερόμενο διὰ μέσῳ τῆς λατινικῆς γλῶσσας μᾶς ἔδωσε τὶς περίφημες ῥωμαϊκὲς «καλένδες», οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν παρέλειψαν νὰ ἑορτάζονται ὅπως καὶ ἡ εἰρεσιώνη τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας, στὴν ἀρχὴ κάθε σεληνιακοῦ ἔτους, στὴν ἀρχὴ κάθε μηνός.

Τὰ ἐποχιακὰ ἄσματα «ἀγερμῶν» ποὺ δὲν εἶναι παρὰ τὰ κάλαντα, τὰ τραγουδοῦσαν οἱ «Ἀγύρται» ἢ «Μηναγύρται» ἢ οἱ μετέπειτα στὸ Βυζάντιο «Καλανταρίδες», μέχρι νὰ φτάσουμε στοὺς σημερινούς μας παιδικοὺς χαρούμενους «Καλαντιστές». Ὅλοι αὐτοὶ πανομοιότυπα σχεδὸν μὲ τὰ στολισμένα καλαθάκια στὰ χέρια, μὲ κρόταλα ἢ μουσικὰ ὄργανα ἢ καὶ μὲ κουδούνια ἀκόμη, ἢ μὲ τὶς ἐαρινὲς «Χελιδόνες», γυρνοῦσαν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι γιὰ νὰ εἰσπράξουν ἀπὸ τὶς νοικοκυρές τα διαφόρων εἰδῶν καλούδια καὶ κεράσματα. Ἕνα ἔθιμο τόσο παλαιὸ μὰ συγχρόνως τόσο ἐπίκαιρο καὶ ὄμορφο, ποὺ ἂν οἱ παιδικὲς φωνοῦλες τῶν «ἀγυρτῶν Καλαντιστῶν» δὲν τύχει νὰ ἀκουστοῦν τὸ πρωὶ τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, θεωρεῖται γρουσουζιὰ καὶ μεγάλο κακὸ γιὰ τὸ σπιτικό, γιατί μόνο οἱ πενθοῦντες δὲν ἀνοίγουν τὴν πόρτα στοὺς καλαντιστές.

Ποιά εἶναι ὅμως ἡ ἱστορία των καλάντων καὶ τοῦ Χριστουγεννιάτικου δένδρου; Τί ἔλεγαν σὲ κάθε σπίτι ποὺ ἐπισκέπτονταν οἱ καλαντιστές; Πῶς «ἔσμιξαν» οἱ ἀρχαῖες λατρεῖες μὲ αὐτὲς τῆς Χριστιανοσύνης;

Ἀκολουθοῦν ἀποσπάσματα ἀπό τὴν συνέντευξη τοῦ καθηγητοῦ Ἐθνομουσικολογίας καὶ Πολιτισμικῆς Ἀνθρωπολογίας, στὸ Πανεπιστήμιο ἈθηνῶνΛάμπρου Λιάβα, στὸν δημοσιογράφο Γιῶργο Σκίντσα καὶ στὸν ἰστότοπο «Formiggart».

«Τὰ Χριστούγεννα ἦταν μία ἑορταστικὴ περίοδος τὴν ὁποία ὁ παραδοσιακὸς πολιτισμὸς δὲν βίωνε ἀποσπασματικὰ καὶ μεμονωμένα, ὅπως στὶς σύγχρονες ἀστικὲς κοινωνίες, ἀλλὰ συμμετεῖχε σ’ αὐτὴν μέσα ἀπὸ μιὰ συνεχῆ τελετουργικὴ διαδικασία ἑνὸς ὁλόκληρου δωδεκαημέρου, ποὺ ἐρχόταν νὰ ὁριοθετήσει τὸν ἐτήσιο κύκλο του. Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη ἀρχὴ (ἢ γιορτὴ) τοῦ χρόνου, καθὼς καὶ ἡ χριστιανικὴ λατρεία, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες μεγάλες θρησκεῖες τῆς Ἀνατολῆς, ἦρθε νὰ τοποθετήσει τὴ γέννηση τοῦ Μεσσία σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν κρίσιμη χρονικὴ περίοδο. Μὲ ἀφετηρία τὸν ἔντονο συμβολισμὸ τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου, ὅταν – μετὰ τὴν πιὸ μεγάλη νύχτα – τὸ φῶς ἀρχίζει νὰ αὐξάνει καὶ ἡ ἐλπίδα μιᾶς νέας ζωῆς προετοιμάζεται στὰ σπλάχνα τῆς γῆς.

Δώδεκα ἡμέρες ποὺ ξεκινοῦν μὲ τὴ Γέννηση, κορυφώνονται μὲ τὴ συμβολικὴ τελετὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ τὴν 1η Ἰανουαρίου καὶ ὁλοκληρώνονται μὲ τὴ Βάφτιση, τὴν ἐπίσημη εὐλογία-μύηση, ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη τῆς θείας ἀποστολῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα (ὅταν τὴν ἴδια περίοδο γιόρταζαν τὸ γενέθλιο τοῦ Ἀήττητου Ἥλιου, τοῦ Μίθρα) οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ρωμαῖοι μ’ ἕνα πλῆθος ἀπὸ τελετὲς γεμᾶτες σύμβολα καὶ τραγούδια ἐπικαλοῦνταν τὴν καλοτυχία καὶ τὴ γονιμότητα.

Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ πέρασαν στὸ Βυζάντιο, γιὰ νὰ καταλήξουν στὴ νεότερη Ἑλλάδα, συνδυάζοντας τὴν ἀρχαία μὲ τὴ χριστιανικὴ λατρεία κι ἐπιβεβαιώνοντας τὴν ἀδιάσπαστη συνέχεια γλῶσσης καὶ μουσικῆς μέσα ἀπὸ τὰ λαϊκὰ ἔθιμα.

Ἕνα ὁλόκληρο δέντρο στήνεται στὴ μέση τῆς ἑορτῆς ὡς σύμβολο τῆς ἀναβλάστησης καὶ τῆς καινούργιας ζωῆς, ἐλπίδα καὶ παρηγοριὰ μέσα στὴ νέκρωση τοῦ χειμῶνα. Τὸ συνήθιζαν ἄλλωστε καὶ οἱ Ῥωμαῖοι στὴ γιορτὴ τῶν Καλενδῶν ποὺ γιόρταζαν τὴν ἴδια περίοδο καὶ ποὺ δάνεισε τὸ ὄνομά της καὶ στὰ χριστιανικὰ κάλαντα. Κρεμοῦσαν στὶς πόρτες καὶ τὰ παράθυρα δάφνες καὶ μυρτιὲς καὶ πράσινα φυτὰ – ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὶς δικές τους ἑορτές -, ἔφτιαχναν στεφάνια ἀπὸ λουλούδια καὶ τὰ κρεμοῦσαν βάζοντας μέσα στὰ κλαδιὰ ἑορταστικὰ φαναράκια. Τὸ ἔθιμο τὸ συνέχιζαν καὶ στὰ βυζαντινὰ χρόνια, στολίζοντας κατὰ τὸ δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων τὰ σπίτια καὶ τὰ μαγαζιὰ μὲ κλαδιὰ ἀπὸ ἐλιὰ καὶ δάφνη, ἐνῶ σὲ πολλὰ μέρη, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῆς Ἐκκλησίας, διατηροῦνται ἕως σήμερα τελετὲς καὶ χοροὶ μεταμφιεσμένων μὲ τὰ διονυσιακὰ σύμβολα γιὰ τὴ γονιμότητα τῆς γῆς καὶ μὲ τὰ μεγάλα κουδούνια νὰ ξορκίζουν τὰ κακὰ πνεύματα. Τὸ καραβάκι, τὸ στολισμένο δέντρο, τὰ πράσινα ἀγκαθωτὰ φυτά, καθὼς καὶ τὰ ὑπόλοιπα σύμβολα τῶν Χριστουγέννων (τὸ χριστόψωμο, τὰ χοιροσφάγια, ἡ ἱερὴ φωτιὰ κλπ.), ἔρχονται νὰ σμίξουν τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὴν ἀρχαία θρησκεία μὲ ἀπαραίτητη συνοδεία τοὺς ἤχους ἀπὸ τὶς φωνὲς καὶ τὰ ὄργανα (τουμπελέκι, τρίγωνα ἀλλὰ καὶ τοπικὰ λαϊκὰ ὄργανα, ἀνάλογα μὲ τὴν περιοχὴ) ποὺ συνοδεύουν τὰ κάλαντα.»

 

Εἰρεσιώνη

Τὰ παιδικὰ αὐτὰ «ἀγυρτικὰ» τραγούδια ἀντιπροσωπεύουν μιὰ παλαιὰ παράδοση ποὺ ἀναφέρεται ἤδη στὸν Ὅμηρο. Τὰ συναντᾶμε ἐπίσης καὶ στὴν κλασικὴ ἐποχὴ μὲ τὸ ὄνομα εἰρεσιώνη, ὅταν παιδιὰ ποὺ ζοῦσαν καὶ οἱ δύο γονεῖς τους ἔφερναν στὰ σπίτια τὸ μήνυμα τῆς καλῆς τύχης καὶ τῆς γονιμότητας μὲ τραγούδια, κρατῶντας στολισμένα κλαδιὰ δένδρων.

Παραχειμάζων δὲ Ὅμηρος ἐν τῇ Σάμῳ, ταῖς νουμηνίαις προσπορευόμενος πρὸς τὰς οἰκίας τὰς εὐδαιμονεστάτας, ἐλάμβανε τί ἀείδων τα ἔπεα τάδε, ἂ καλεῖται Εἰρεσιώνη, ὡδήγουν δὲ αὐτὸν καὶ συμπαρῆσαν ἀεὶ τῶν παίδων τινὲς τῶν ἐγχωρίων:

Δῶμα προσετραπόμεσθ’ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο,
ἂς μέγα μὲν δύναται, μέγα δὲ βρέμει, ὄλβιος αἰεί.
αὐταὶ ἀνακλίνεσθαι θύραι πλοῦτος γὰρ ἔσεισι
πολλός, σὺν δὲ καὶ εὐφροσύνη τεθαλυία,
εἰρήνη τ’ ἀγαθή. …
Εἰ μὲν τi δώσεις εἰ δὲ μή, οὔχ ἐστήξομεν·
οὐ γὰρ συνοικήσοντες ἐνθάδ᾿ ἤλθομεν¹

Στίχοι ποὺ παραπέμπουν στὰ κάλαντα τὰ νεοελληνικά, μὲ παινέματα γιὰ τὸν «ἀφέντη τοῦ σπιτιοῦ» καὶ μακαρισμοὺς κι εὐχὲς «γι’ αὐτὸ τὸ σπίτι ποῦ ‘ρθαμε», ποὺ ἡ παράδοση τοποθετεῖ αἰῶνες πρὶν στὸ στόμα τοῦ ποιητοῦ Ὁμήρου ποὺ παραστέκουν μικρὰ παιδιά.

Πρόκειται γιὰ τὸ ἀρχαῖο ἔθιμο τῆς εἰρεσιώνης, μὲ παῖδας ἀμφιθαλεὶς (παιδιὰ δηλαδὴ ποὺ καὶ οἱ δύο γονεῖς τους ἔπρεπε νὰ βρίσκονται στὴ ζωὴ) νὰ περιφέρονται στὰ σπίτια κρατῶντας ἕνα κλαδὶ ἐλιᾶς, ποὺ πάνω τοῦ εἶχαν κρεμάσει κομμάτια μαλλιοῦ καὶ καρποὺς κάθε λογῆς, τραγουδῶντας εὐχὲς καὶ παινέματα.

Γιορτάζοντας τὰ Πυανέψια ἢ τὰ Θαργήλια ἢ τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια, τὸν μῆνα Ποσειδαιώνα (15 Δεκεμβρίου-15 Ἰανουαρίου), οἱ ὁμάδες τῶν παιδιῶν ξεχύνονταν τραγουδῶντας στοὺς δρόμους τοὺς παρακάτω στίχους, κρατώντας τὴν Εἰρεσιώνη:

ἰρεσιώνη σύκα φέρειν καὶ πιόνας ἄρτους καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον
ἀποψήσασθαι καὶ κύλικα εὔζωρον ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδει.

Αυτός ο κλάδος ελαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος ἔχει την προέλευσή του στὰ πανάρχαια χρόνια, ὅταν ὁ Θησεύς, ἐπέστρεψε νικητὴς ἀπὸ τὴν ἀναμέτρησή του μὲ τὸν Μινώταυρο, και, φθάνοντας στὸ Φάληρο, ἔκανε θυσίες πρὸς τοὺς θεοὺς.

Ἀκολουθεῖ ἡ ἱστορία τῆς εἰρεσιώνης ὅπως μᾶς τὴν παραθέτει ὁ Πλούταρχος στὸ ἔργο του «Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς» σὲ ἀπόδοση Ἀνδρέα Ι. Πουρνάρα. ²

«ὁ Θησεὺς ἐξ ἄλλου μόλις κατέπλευσεν, ἐτέλεσε μὲν εἰς τὸ φάληρον τὰς θυσίας
εἰς τοὺς θεούς, ὅσας εἶχεν ὑποσχεθεῖ ὅταν ἔφευγεν, ἔστειλε δὲ καὶ εἰς τὴν πόλιν κήρυκα
νὰ ἀναγγείλῃ τὴν σωτηρίαν των. Οὗτος πάλιν συνήντησεν πολλοὺς μὲν νὰ κλαίουν διὰ
τὸν θάνατον τοῦ βασιλέως, ἄλλους δὲ νὰ χαίρουν, ὡς ἦτο ἑπόμενον, καὶ προθύμους νὰ
τὸν ὑποδεχθοῦν καὶ νὰ τοῦ προσφέρουν στεφάνια διὰ τὴν σωτηρίαν των. Ὁ κύρηξ δὲ
ἀφοῦ ἐδέχθη τοὺς στεφάνους ἐστεφάνωνε μὲ αὐτοὺς τὸ κηρύκειον. Κατόπιν
ἐπέστρεψεν εἰς τὸν λιμένα ἐπειδή δὲ ὁ Θησεὺς δὲν εἶχε τελειώσει ἀκόμα τὰς σπονδάς,
ἐπερίμενε ἔξω, μὴ θέλων νὰ ταράξει τὴν θυσίαν.
ἐπέστρεψεν εἰς τὸν λιμένα ἐπειδή δὲ ὁ Θησεὺς δὲν εἶχε τελειώσει ἀκόμα τὰς σπονδάς,
ἐπερίμενε ἔξω, μὴ θέλων νὰ ταράξει τὴν θυσίαν.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔγιναν αἱ σπονδαί, ἀνήγγειλε τὸν θάνατο τοῦ Αἰγέως, καὶ τότε ὅλοι
μὲ κλαυθμοὺς καὶ θόρυβον ἔσπευσαν νὰ ἀνέλθουν στὴν πόλιν. Ἔκτοτε, καὶ τώρα
ἀκόμη, λέγουν ὅτι ἐπεκράτησε κατὰ τὰ ὠσχοφόρια νὰ στεφανώνεται ὄχι ὁ κήρυξ ἀλλὰ
τὸ κηρύκειον, κατὰ τὰς σπονδὰς δὲ νὰ ἐκφωνοῦν οἱ παρευρισκόμενοι: ἐλελεῦ, ἰοὺ ἰού.
Τὸ πρῶτον εἶναι ἐπιφώνημα σπουδῆς καὶ πολεμικοῦ παιᾶνος, τὸ ἄλλο δὲ ταραχῆς καὶ
ἐκπλήξεως. Ὁ Θησεὺς ἀφ᾿ ἑτέρου, ἀφοῦ ἔθαψε τὸν πατέρα του, ἀπέδωσε εἰς τὸν
Ἀπόλλωνα ὅσα εἶχε τάξει τὴν ἑβδόμην τοῦ Πυανεψῶνος μηνὸς, διότι τότε ἀνέβησαν
εἰς τὴν πόλιν μετὰ τὴν σωτηρίαν των. Καὶ τὸ μὲν ψήσιμο τῶν ὀσπρίων λέγεται ὅτι
γίνεται, διότι οἱ σωθέντες συνήνωσαν ὅσας τροφὰς τοὺς ἔμεναν καὶ αὐφοῦ τὰς ἔψησαν
μέσα εἰς κοινὴν χύτραν παρεκάθησαν εἰς κοινὴν τράπεζαν καὶ συνέφαγαν ὅλοι μαζί.
Φέρουν δὲ κατὰ τὴν ἑορτὴν τὴν εἰρεσιώνην, κλάδον ἐλαίας τυλιγμένον σὲ μαλλί
προβάτου, ὅπως τότε τὴν ἱκετηρίαν, καὶ γεμάτην ἀπὸ τὰ πρῶτα διάφορα ὀπωρικὰ, εἰς
ἔνδειξιν ὅτι ἔπαυσεν ἡ ἀφορία, καὶ συγχρόνως τραγουδοῦν:


ἡ εἰρεσιώνη σοῦ φέρνει σῦκα καὶ ἀφράτα ψωμιά· σοῦ φέρνει καὶ μέλι μέσα σὲ
ποτῆρι καὶ λάδι γιὰ νὰ ψήσῃς καὶ μπουκάλι γεμᾶτο γιὰ νὰ μεθύσῃς καὶ νὰ πέσεις σὲ
ὕπνο.»

 

Τὰ παιδιά ἔπειτα κρεμοῦσαν τὴν εἰρεσιώνη στὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ τους ἐπὶ ἕνα χρόνο γιὰ νὰ τὴν κάψουν μετὰ σὲ τελεστικὴ φωτιὰ (σὰν τὰ στεφάνια τῆς Πρωτομαγιᾶς ποὺ συνήθιζαν νὰ καῖνε στὶς φωτιὲς τοῦ Ἀϊ-Γιάννη τοῦ Κλήδονα τὰ νεότερα χρόνια). Ἐπίσης, κρατοῦσαν διακοσμημένα ραβδιά, τοὺς θύρσους τῶν διονυσιακῶν γιορτῶν, καὶ ὁμοιώματα πλοίων ποὺ συμβόλιζαν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Διόνυσου.

Ὁ χριστουγεννιάτικος στολισμὸς μὲ κλαδιὰ καὶ καρποὺς δένδρων ἀπό τὴν τοπικὴ χλωρίδα, ποὺ ἔχει τὶς ῥίζες του στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, συνεχίστηκε στοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους. Στο Βυζάντιο συνήθιζαν νὰ στολίζουν ἕνα δένδρο τῆς αὐλῆς τοῦ σπιτιοῦ κρεμῶντας δῶρα στὰ κλαδιὰ γιὰ τοὺς φτωχοὺς περαστικούς. «…κατὰ διαταγὴν τοῦ ἐπάρχου της (κάθε) πόλεως, οὐ μόνον καθαρισμὸς τῶν ὁδῶν ἐγένετο,  ἀλλὰ καὶ στολισμὸς διαφόρων κατὰ διαστήματα στηνομένων στύλων μὲ δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου καὶ ἄνθη ἐποχῆς…»³

Μετὰ τὴν Ἅλωσι, τὸ ἔθιμο μεταφέρθηκε στὴ βόρεια Εὐρώπη μὲ στολισμὸ ἐλάτων καὶ ἀργότερα ἦρθε πάλι πίσω τὸ 1830 ἀπὸ τοὺς Βαυαρούς. Ἀντίστοιχο καθαρὰ ἑλληνικὸ παραδοσιακὸ ἔθιμο ἀποτελεῖ τὸ στολισμένο καραβάκι, ποὺ συναντᾶται ἱστορικὰ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὰ νησιά.

Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ συναντᾶμε καὶ στοὺς καλαντιστὲς τῆς νεότερης Ἑλλάδας, ποὺ συχνὰ κρατᾶνε καραβάκια ἐνῶ στὴ Μακεδονία καὶ τὴ Θράκη πάλι παῖδες ἀμφιθαλείς, ποὺ λέγονται μανοκυρουδάτοι, ἔχουν στολισμένα ῥαβδιά, τὶς σοῦρβες,ποὺ θεωροῦν ὅτι ἔχουν μαγικὲς ἰδιότητες κι ἀγγίζουν ὁμοιοπαθητικὰ μὲ αὐτὰ τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας.

Ἀπὸ τὶς ῥωμαϊκὲς Καλένδες, ποὺ γιόρταζαν στὶς πρῶτες μέρες τοῦ Γενάρη τὴν εἴσοδο τῆς Νέας Χρονιᾶς, πῆραν τ’ ὄνομά τους τὰ κάλαντα, τὰ ὁποῖα ἔλαβαν τὴ μορφή τους ἤδη ἀπὸ τὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια. Ἡ Ἐκκλησία τοποθέτησε στὶς μέρες αὐτὲς τὴν ἐπέτειο τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτσι μεταφυτεύτηκαν σὲ αὐτὴν τὴν ἑορτὴ καὶ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ ἔθιμα ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσαν.

Ἔτσι, τὰ τραγούδια τῆς Εἰρεσιώνης καὶ τῶν Καλενδῶν πῆραν τὴ μορφὴ μιᾶς μυθοποιημένης ἐξιστόρησης τῶν γεγονότων τῶν ἡμερῶν, ἐνῶ διατηρήθηκαν οἱ εὐχὲς γιὰ τὸ σπίτι καὶ τὰ παινέματα τῶν νοικοκυραίων.

Κάτι ἀνάλογο συνέβη καὶ μὲ τὰ ἔθιμα τῶν μεταμφιέσεων ποὺ ἐπικρατοῦσαν τὶς μέρες αὐτὲς στὰ Σατουρνάλια (Κρόνεια), ποὺ γιορτάζονταν στὰ τέλη Δεκεμβρίου. Ἀπ’ αὐτὰ προῆλθαν οἱ μεταμφιέσεις ποὺ συνηθίζονται τὶς μέρες αὐτὲς σὲ πολλὰ χωριὰ τῆς Βορείου Ἑλλάδος (ρογκάτσια, μπαμπόγεροι κ.ἄ.) Ἐξάλλου, ἀκόμη καὶ ὁ λόγος ποὺ τὰ «Χριστούγεννα» εἶναι στὸν πληθυντικὸ καὶ ὄχι στὸν ἑνικὸ ἀριθμό, ὀφείλεται στὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ ῥωμαϊκὴ παράδοση ποὺ θέλει τὶς ἑορτὲς νὰ παρουσιάζονται πάντα στὸν πληθυντικό: Νέμεια, Ἴσθμια, Διονύσια, Κρόνια κ.ο.κ.4

Μὲ τὰ παραδοσιακὰ κάλαντα τὰ παιδιὰ καὶ οἱ νέοι «μεσολαβοῦν» ἀνάμεσα στὸν ὑλικὸ καὶ τὸν πνευματικὸ κόσμο, γιὰ νὰ φέρουν μὲ τὴ δύναμη τῆς νεότητας καὶ τῶν συμβόλων, τὴν καλὴ σοδειά, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν αἰσιοδοξία μπροστὰ σὲ μιὰ καινούργια περίοδο ποὺ ξεκινᾶ.

Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἑλληνικὰ κάλαντα, μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ποικιλία τους, σὲ ὅλες τὶς περιοχὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ συνδέονται μὲ τὴν ἑορταστικὴ περιφορὰ τῶν συμβόλων τῆς ζωῆς καὶ τῆς γονιμότητας στὰ σπίτια καὶ τὴν τραγουδιστὴ ἔκκληση γιὰ ὑγεία καὶ εὐετηρία. Κι αὐτὸ συμβαίνει ὄχι μόνο μὲ τὰ άλαντα τοῦ Δωδεκαημέρου (Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιᾶς – Θεοφανείων), ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα «ἀγύρτικα» τραγούδια τοῦ ἐτησίου κύκλου ποὺ ἀκούγονται ὅλο καὶ πιὸ σπάνια: Χελιδονίσματα (1ης Μαρτίου), κάλαντα τοῦ Λαζάρου, Περπεροῦνες (γιὰ τὴν πρόκληση βροχῆς) κ.ἄ.

Συμβολισμοὶ τῆς ἑλληνικῆς λαογραφίας στὴ θρησκευτικὴ ποίηση

Συμβολισμοὶ τῆς ἑλληνικῆς λαογραφίας στὴ θρησκευτικὴ ποίηση Ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια, ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ὑπὲρ τῆς χρήσης τῆς χριστιανικῆς ὑμνογραφίας ὄχι μόνο σὲ ἕνα στενὰ λειτουργικό πλαίσιο ἀλλά, εἰ δυνατόν, σὲ κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ. Ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας τὸν 2ο αἰ. γράφει: «Γιορτάζουμε καθ’ ὅλη τὴ ζωή μας, πεπεισμένοι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών: καλλιεργοῦμε τὰ χωράφια μαςδοξολογώντας, ταξιδεύουμε στὴ θάλασσα καὶ ἀνυμνοῦμε», ἐνῶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος προτρέπει τοὺς ἀκροατές του νὰ μὴν ὑμνολογοῦν τὸν Θεὸ μόνο κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ φαγητοῦ, ἀλλὰ νὰ μαθαίνουν στὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους νὰ τραγουδοῦν τοὺς ὕμνους καὶ ὅταν ὑφαίνουν ἢ σὲ ἄλλες ἐργασίες.6

Σύμφωνα μὲ τὶς διατυπώσεις – προτροπὲς γιὰ προσευχὴ τοῦ Κλήμη Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου παρατηροῦμε ὅτι προσπαθοῦν νὰ προσδώσουν στὴ θρησκευτικὴ ποίηση καὶ μία λειτουργία σχετικὰ παρόμοια μὲ αὐτὴ τῶν ἐργατικῶν τραγουδιῶν, ποὺ ἀποτελοῦν μία ξεχωριστὴ κατηγορία τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἰδιαίτερα, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπαινεῖ σαφῶς τὰ συγκεκριμένα μὴ χριστιανικῆς προέλευσης τραγούδια καὶ μάλιστα σὲ ἕνα σαφῶς μὴ θεολογικὸ πλαίσιο, ἀλλὰ καθαρὰ ἀνθρώπινο, ὅταν ἀναφέρει ὅτι: «Ὄχι μόνον οἱ ταξιδιῶτες ἀλλὰ καὶ οἱ χωρικοὶ συχνὰ τραγουδοῦν ὅταν πατοῦν τὰ σταφύλια στὸ πατητῆρι καὶ μαζεύουν τὸν μοῦστο […] Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ναυτικοὶ ὅταν κωπηλατοῦν, καὶ οἱ γυναῖκες ὅταν ὑφαίνουν […] ἄλλοτε μόνες τους καὶ ἄλλοτε ὁμαδικά. Καὶ τὸ κάνουν αὐτό, οἱ γυναῖκες, οἱ ταξιδιῶτες, οἱ χωρικοὶ καὶ οἱ ναυτικοί, προσπαθώντας νὰ ἐλαφρώσουν μὲ ἕνα ἆσμα τὸ συνεχῆ κόπο τῆς δουλειᾶς τους, ἐπειδὴ τὸ μυαλὸ ὑποφέρει τὶς κακουχίες καὶ τὶς δυσκολίες εὐκολότερα ὅταν ἀκούει τραγούδια καὶ ἄσματα».7

Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς στίχους μὲ θέμα τὴν ἐξιστόρηση τῶν θρησκευτικῶν γεγονότων ἔχουν κυρίως λόγια προέλευση, ὅπως φαίνεται στὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα καὶ στὶς ἐκφράσεις ποὺ χρησιμοποιοῦν, χωρὶς ὅμως αὐτὸ ν’ ἀποκλείει τὴ λαϊκὴ παρέμβαση ποὺ ἔπαιξε ἐξίσου σημαντικὸ ρόλο στὴ διαμόρφωσή τους:

Καλὴν ἑσπέραν ἄρχοντες / κι ἂν εἶναι ὁρισμός σας… / ἐν τῷ σπηλαίῳ τίκτεται κ.ο.κ.

Τὰ κάλαντα, σὲ γενικὲς γραμμές, παρουσιάζουν πολλὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν ἀποδεικνύοντας ἔτσι τὴν καταγωγὴ καὶ τὸ ἦθος τους. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ παρακάτω δημοτικὸ τραγούδι ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο ποὺ ἀναφέρεται στὶς γιορτὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ στὰ τραγούδια τους:

Ἤρθανε τὰ Χριστούγεννα, ἤρθανε οἱ γιορτάδες,
φτιάχνουν κυρὲς χριστόψωμα καὶ δίπλες οἱ νυφάδες.
Αὐτὲς οἱ μέρες τὸ ‘χουνε κι αὐτὲς οἱ ἑβδομάδες,
νὰ τραγουδᾶνε τὰ παιδιὰ νὰ χαίρουντ’ οἱ μανᾶδες.
Ἂς τραγουδᾶνε, ἂς χαροῦν, τοῦ χρόνου ποιός τὸ ξέρει,
γιὰ ζοῦμε, γιὰ πεθαίνουμε, γιὰ πᾶμε σ’ ἄλλα μέρη.

Ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ στροφὴ ποὺ συνοδεύει τὰ χριστουγεννιάτικα κάλαντα στὴν Ὀρεστιάδα τῆς Θράκης:

χαρεῖτε κι ἂς χαροῦμε / προτοῦ μᾶς ἔβρει ὁ θάνατος / κι ὕστερα λυπηθοῦμε!8

Οἱ καλαντιστὲς συχνὰ χτυπᾶνε τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν τραγουδῶντας στίχους ἰδιαίτερους γιὰ τὴν περίσταση. Στὶς Καστανιὲς Ὀρεστιάδας Ἔβρου τραγουδιέται ὁ ἑξῆς φανταστικὸς διάλογος ἀπὸ τοὺς νέους τοῦ χωριοῦ ποὺ συνοδεύουν ρυθμικὰ τὸ τραγούδι τους μὲ τὶς μασιὲς καὶ τὰ ζίλια (μεταλλικὰ κύμβαλα).

– Ἄνοιξι πόρτα μ’ ἄνοιξι πόρτα μου καναρένια,
ἔχου δυὸ λόγια νὰ σὶ πῶ κι ‘κεῖνα ζαχαρένια.
– Ποιός εἴσ’ ἰσὺ ν’ ἀνοίξου γώ; ν’ ἀνοίξου νὰ ‘ρθεῖς μέσα;
– Ἐγὼ ‘μὶ ποὺ σοῦ τὰ ‘στειλα στοῦ μαντηλὰκ’ διμένα
τὰ μῆλα, τὰ δαμάσκηνα τὰ τρουφαντὰ κιράσια.
9

Ἀκολουθοῦν προτροπὲς γιὰ φιλέματα καὶ φιλοδωρήματα: Στοὺς μὲν στίχους «τοῦ Ὁμήρου» διαβάζουμε τὴν προτροπή:

Εἰ μὲν τi δώσεις εἰ δὲ μή, οὔχ
ἐστήξομεν· οὐ γὰρ συνοικήσοντες
ἐνθάδ᾿ ἤλθομεν.


Ἂν εἶναι νὰ μᾶς δώσεις τίποτα,
καλὰ καὶ καμωμένα, ἂν ὄχι, δὲν θὰ
στεκόμαστε ἐδῶ γιὰ πάντα. γιατί ἐδῶ δὲν
ἤρθαμε γιὰ νὰ συγκατοικήσουμε μαζί
σου.

Στους δε στίχους των δημοτικών καλάντων τραγουδούμε:
Δῶστε μας καὶ τὸν κόκορα δῶστε μας καὶ τὴν κότα,
δῶστε μας καὶ πέντε – ἕξ᾽αὐγὰ νὰ πᾶμε σ᾽ ἄλλη πόρτα.
10

Δῶστε μας καὶ τὸν κόκορα δῶστε μας καὶ τὴν κότα,
δῶστε μας καὶ πέντε – ἕξ᾽αὐγὰ νὰ πᾶμε σ᾽ ἄλλη πόρτα.
11

Ἔμπα σὸν νουντὰν κι᾿ ἔλα σὴν πόρτα,
ἔξου στέκουν τά παλληκάρια.
Ἔβγαλ᾿ τον κισὲ καὶ δὸς παράδας
ἔξου στέκουν τά παλληκάρια.
12

Ἡ Σούρβα

Στὴ Μακεδονία καὶ τὴ Θράκη ὑπῆρχε τὸ ἔθιμο νὰ γυρίζει ἕνα παιδὶ στὰ σπίτια καὶ ν’ ἀγγίζει μὲ τὸ ραβδί του, τὴ σούρβα, τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας, τοὺς ἀρρώστους καὶ τὰ ζῷα, ἔθιμο ποὺ παραπέμπει στὶς λαϊκὲς αὐτὲς δοξασίες γιὰ τὸν Ἀϊ Βασίλη καὶ τὸ μαγικὸ ῥαβδί του. Κάτι ἀνάλογο συνέβαινε καὶ στὴ Λέσβο, ὅπου γύριζε στὰ σπίτια ἕνα νόρφανο παιδὶ (ὅπως οἱ «ἀμφιθαλεὶς» παῖδες τῶν Ἀρχαίων) κρατῶντας στὰ χέρια τοῦ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, φανάρι μὲ «ἀμίλητο» φῶς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, σταμνὶ μὲ «ἀμίλητο» νερό, ρόδι, πορτοκάλι, πρόσφορο, κλαδὶ ἐλιᾶς καὶ πέτρα «χορταριασμένη»
– ὑλικὰ ποὺ ἐπίσης παραπέμπουν στὶς ἀρχαῖες προλήψεις καὶ τελετὲς τῆς εἰρεσιώνης. Ἡ σούρβα στολίζεται μὲ κόκκινες κορδέλες από τις οποίες κρέμονται φρούτα, καρποί ή τρύπιες λίρες.14

Ἐπίσης, στὰ ψωμιὰ ποὺ ζύμωναν αὐτὲς τὶς μέρες οἱ νοικοκυρὲς (χριστόψωμα, βασιλόψωμα, κολλίκια, κουλιαντίνες κ.ά.) ἔβαζαν στολίδια ἀπὸ ζυμάρι ποὺ συμβόλιζαν τὸ ἀλέτρι καὶ τὸν ζυγό, τὶς θημωνιὲς μὲ τὰ στάχυα ποὺ περίμεναν νὰ θερίσουν τὸ καλοκαίρι καὶ τὰ ἀμπέλια.

Κάτι ἀνάλογο συνέβαινε καὶ μὲ τὴ χριστουγεννιάτικη φωτιὰ ποὺ τῆς ἔριχναν κρασὶ – ὅπως στὶς ἀρχαῖες σπονδὲς – κι ἔφερναν δίπλα τ’ ἀλέτρι ποὺ τ’ ἄφηναν ἐκεῖ ὅλο τὸ βράδυ μὲ λιβάνι πάνω του, γιὰ νὰ ἔρθει νὰ τὸ βλογήσει ὁ Χριστὸς ἢ ὁ Ἀϊ Βασίλης. Καί, σ’ ἀντίθεση μὲ τὴ δυτικὴ ἀστικὴ παράδοση, δὲν περίμεναν νὰ πάρουν δώρα ἀλλὰ ἄφηναν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι μέλι καὶ γλυκίσματα γιὰ νὰ «φιλευτεὶ» ὁ Ἅγιος.15

Ἀπὸ τὴν Εἰρεσιώνη, στὸ Χριστουγεννιάτικο δένδρο

Σὲ περιγραφὴ ποὺ μᾶς δίνει ὁ μεγάλος μας λαογράφος Νίκος Πολίτης ἀπὸ τὸ Μόναχο τοῦ 1879, ἀναφέρει πὼς ἀγόραζαν φυσικὰ μικρὰ ἔλατα σὲ πήλινες γλάστρες, ἢ καὶ «δενδρύλλια σὺν αὐταῖς ταῖς ρίζαις» καὶ τὰ μετέφεραν στὰ σπίτια τοὺς ὅπου τὰ στόλιζαν. Ἐπίσης, δὲν παραλείπει νὰ μᾶς δώσει καὶ ἕναν ὡραῖο ἀλληλοσυσχετισμὸ16 τοῦ «Χριστουγεννιάτικου Δέντρου», μὲ τὸ «Δέντρο τῆς Γῆς», τὸ ὁποῖο ἀνεπιτυχῶς προσπαθοῦν νὰ πελεκήσουν ὁλοχρονὶς τὰ ξωτικὰ δαιμόνια τοῦ κάτω κόσμου, οἱ Καλικάντζαροι.

Ἐπ’ αὐτοῦ μας λέει:«…ἔρχονται ἀπὸ τὴ γῆς ἀποκάτω. Ὅλο τὸ χρόνο πελεκοῦν μὲ τὰ τσεκούρια τους, γιὰ νὰ κόψουν τὸ δέντρο ποὺ βαστάει τὴ γῆς. Ἀλλά, ὅταν κοντεύουν νὰ τὸ κόψουν, ἔρχεται ὁ Χριστός, τότε τὰ δαιμόνια χυμᾶν στὴ γῆ ἐπάνω καὶ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους. Μπαίνουν στὰ σπίτια ἀπὸ τὴν καπνοδόχο καὶ θέλουν νὰ σβήσουν τὴν φωτιά, ἄλλοτε καβαλικεύουν στοὺς ὤμους τοὺς διαβάτες ἢ τοὺς πιάνουν μὲ τὸ ζόρι στὸ χορό. Ὅταν τὴν παραμονὴ τῶν Φώτων κατεβοῦν πάλι κάτω στὴ γῆ, βρίσκουν τὸ δέντρο ἐκεῖνο νὰ ἔχει θρέψει καὶ νὰ εἶναι γερὸ ὅπως πρῶτα».

Και συνεχίζει: «Γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ προηγούμενα ὅτι συναντοῦμε σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο τὴν ἑλληνικὴ παραλλαγὴ γιὰ τὸ περίφημο Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Κατὰ τὶς ἑλληνικὲς παραδόσεις, πρόκειται γιὰ τὸ θαυματουργὸ καὶ ἀκατανίκητο δέντρο ὅλου του κόσμου, ποὺ ὁ γεννώμενος Χριστὸς τὸ προστατεύει, ἐνῶ οἱ δαίμονες εἶναι ἀνίκανοι νὰ τὸ βλάψουν»17

Η διαχείριση και διατήρηση της μνήμης

Ἡ δημοτικὴ – λαϊκὴ ποίηση κατέχει ἰδιαίτερη θέση στὶς κοινωνίες ὅπου ἀναπτύσσεται, καθὼς λειτουργεῖ ἐνισχυτικὰ καὶ παιδευτικὰ ὅσον ἀφορᾶ τὴ γλώσσα, τὴ διατήρηση καὶ διαχείριση τῆς μνήμης, τὴν καλλιτεχνικὴ ἔκφραση, τὴν πολιτιστικὴ ταυτότητα καὶ τὴν ψυχαγωγία. Ἐπιπλέον, διαδραμάτισε καὶ διαδραματίζει ἕναν ἰδιαίτερα σημαντικὸ ρόλο τόσο στὴ νεοελληνικὴ λογοτεχνία ὅσο καὶ γενικότερα στὴν πνευματικὴ ἱστορία τοῦ τόπου μας, ἐξαιτίας τῆς μεγάλης ἐπίδρασης ποὺ ἄσκησε στὴν ἔντεχνη, προσωπικὴ ποίηση. Εἶναι, μάλιστα, χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ πρῶτο μνημεῖο τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας, τὸ ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα, εἶναι στενὰ συνδεδεμένο μὲ τὰ ἀκριτικὰ δημοτικὰ τραγούδια, ἐνῶ εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Σολωμὸς ἀνέπτυξε τὴν ποίησή του ἀντλώντας ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι.

Ἐπιπλέον, ἡ συλλογικὴ ἱστορικὴ μνήμη διασώθηκε σὲ σημαντικὸ βαθμὸ μέσα ἀπὸ τὴ δημοτικὴ ποίηση, ἀφοῦ σὲ αὐτὴν ἀπεικονίστηκαν πλῆθος γεγονότων ποὺ ἐπηρέασαν βαθιὰ τὸ μεσαιωνικὸ καὶ τὸ νέο ἑλληνισμό.

Σὲ κάθε περίπτωση, ἡ ἑλληνικὴ δημοτικὴ ποίηση, ἀποτελεῖ ἕνα ἔργο τέχνης ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν εὐρωστία τῶν στίχων του, τὴ δυναμική πρωτοτυπία στὴ σύλληψη τῶν θεμάτων καὶ τῶν περιγραφῶν, τὸ λυρισμὸ του καὶ τὴν ἰδιαίτερη τεχνοτροπία του. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ἡ ἑλληνικὴ δημοτικὴ ποίηση ἀποτιμήθηκε ἐξαιρετικὰ θετικὰ καὶ ἀπὸ κορυφαίους ἐκπροσώπους τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ τὸν Γκαῖτε ποὺ τὴν ἔχει χαρακτηρίσει ὠς «τὴν ὡραιότερη ποὺ γνωρίζουμε ὑπὸ ἔποψιν λυρικῆς, δραματικῆς καὶ ἐπικῆς ποιήσεως».18

Στὴ σημερινὴ ἐποχὴ

Ἡ συνήθεια ποὺ ἐπικρατοῦσε νὰ βγαίνουν τὸ ἀπόγευμα ἔφηβοι ἢ ἐνήλικες καὶ νὰ ψέλνουν τὰ κάλαντα, ἔχει σχεδὸν ἐκλείψει. Ἀποκλειστικοὶ θεματοφύλακες, λοιπόν, αὐτοῦ τοῦ ἐθίμου εἶναι τὰ παιδιά, ποὺ λειτουργοῦν ὡς συντηρητὲς καὶ συνεχιστές του, χωρὶς βέβαια, νὰ τὸ γνωρίζουν τὰ ἴδια. Μπορεῖ
τὶς μελωδίες καὶ τὶς στιχολογίες τῶν καλάντων νὰ τὶς μαθαίνουν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους, ὅμως, τὰ παιδιὰ εἶναι ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τους τὰ δικαιώματα αὐτοῦ τοῦ ἐθίμου καὶ θὰ τὰ παραδώσουν μετὰ ἀπὸ λίγο σὲ κάποια ἄλλα. Κι ἐκεῖνα μὲ τὴ σειρά τους στὰ ἐπερχόμενα γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ἔτσι ἡ
παράδοση ἀπὸ χέρι σὲ χέρι καὶ νὰ μὴν ἐκλείψει ποτὲ τὸ ἔθιμο αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἐθνική μας ζωή. Ἕνα ἔθιμο ποὺ μοιάζει μὲ φωνῆ νὰ ξεπηδάει μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες δίνοντας ἕνα στίγμα, μιὰ νότα συνέχισης τοῦ πολιτιστικοῦ αὐτοῦ νήματος. Ἕνα ἔθιμο ποὺ τόσο παραστατικὰ τὸ ἀποτύπωσε στὸν καμβὰ τοῦ
ἐδῶ καὶ χρόνια ὁ ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας, κάνοντας τὰ παιδικὰ κάλαντα συμβολικὸ πίνακα τῆς ἐθνικῆς μας ζωῆς.

Περνῶντας ἀπὸ τὶς λαϊκὲς τελετουργίες τῆς ὑπαίθρου στὶς σύγχρονες ἀστικὲς κοινωνίες, κάθε χρονιὰ οἱ καλαντιστὲς μειώνονται αἰσθητὰ (κυρίως ὅσο προχωρᾶμε πρὸς τὰ Φῶτα) καὶ ἡ αἴσθηση γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἐπιφανειακή, μηχανική, συνδεδεμένη μὲ τὸ καταναλωτικὸ παιχνίδι τῶν ἡμερῶν.

Κάθε χρόνο οἱ ὁμάδες τῶν καλαντιστὼν ἀριθμοῦν ὅλο καὶ λιγότερα μέλη. Δὲν εἶναι σπάνιο πιὰ τὸ φαινόμενο ἑνὸς καὶ μόνο τραγουδιστῆ, ἐπιβεβαιώνοντας τὴ μοναξιὰ τῶν παιδιῶν στὴ μεγάλη πόλη. Ἐνῶ αἰσθητὰ ἔχει περιοριστεῖ καὶ ὁ πλοῦτος τῶν μουσικῶν ὀργάνων.

Ἐκεῖνο ὅμως πού, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἔχει θιγεῖ εἶναι ἡ ἰδιαίτερη σχέση τῶν τραγουδιστῶν μὲ τὸν νοικοκύρη τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὴν οἰκογένειά του. Ἔχει χαθεῖ ἡ ἀναμονὴ καὶ ἡ προετοιμασία (ψυχικὴ καὶ ὑλικὴ) τῆς οἰκογένειας γιὰ τὴν ἔλευση τῶν καλαντιστών, ποὺ θὰ μεταγγίσουν μὲ τὴ νιότη καὶ τὴ δύναμη τῶν συμβόλων καὶ τῆς μουσικῆς τους τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν αἰσιοδοξία μπροστὰ σ’ ἕνα μέλλον σκοτεινὸ κι ἀβέβαιο.

Αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, τὴν παρηγοριὰ ποὺ προσέφεραν οἱ λαϊκὲς τελετουργίες δὲν ἔχει καταφέρει νὰ τὶς ξεπεράσει (ἢ νὰ τὶς ὑποκαταστήσει) ὁ «σύγχρονος» ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται ὁλοένα ν’ αὐξάνει ἡ ἀμηχανία καὶ ἡ ἔλλειψη ἐπικοινωνίας στὴ «νέα τάξη» ἀστικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό, ὅσο κι ἂν ὑποστηρίζουμε ὅτι ἔχουμε «ξεπεράσει τέτοιες γραφικότητες», σίγουρα θὰ νιώσουμε ἄβολα ἂν ἔρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲν θὰ χτυπήσει κανεὶς τὴν πόρτα μας γιὰ «νὰ μᾶς τα πεῖ, ἔτσι γιὰ τὸ καλό!».

Ἐπιβάλλεται, λοιπόν, νὰ γνωρίσουμε καλύτερα ὅλο αὐτὸ τὸ ἑορταστικὸ ρεπερτόριο τοῦ Δωδεκαημέρου, τὸ περιεχόμενο καὶ τὴ βαθύτερη σημασία του, ἀνακαλῶντας μνῆμες οἱ παλαιότεροι, ἀνακαλύπτοντας διαστάσεις ἀπρόσμενες οἱ νεότεροι, διδάσκοντάς το στὰ παιδιὰ σὰν μιὰ μύηση στὴ σοφία καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ.

Τὰ ἑλληνικὰ κάλαντα, μὲ τὴ δομὴ καὶ τὴ λειτουργία τους, ἔρχονται νὰ ἐπιβεβαιώσουν ὅτι τὸ οὐσιαστικὸ νόημα τῆς λαϊκῆς μουσικῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἔκφραση καὶ ἡ ἐπικοινωνία μέσα ἀπὸ σύμβολα καὶ διαδικασίες ποὺ ἀντέχουν στοὺς αἰῶνες, γιατί ἀπευθύνονται στὶς βαθύτερες ἀνάγκες κι ἐλπίδες τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

Στὴν Ἑλληνικὴ Ἀγωγή, ἀπὸ τὸ 1994, μεταφέρουμε τὴ γνώση ποὺ κληρονομήσαμε ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους καὶ βυζαντινοὺς προγόνους μας μὲ πίστη στὴ συλλογικὴ μνήμη καὶ στὰ βαθύτερα νοήματα ποὺ αὐτὴ φέρει. Θεωροῦμε χρέος στὴν Ἱστορία αὐτοῦ τοῦ σπουδαίου Πολιτισμοῦ νὰ ἀποτίσουμε τὸν ἐλάχιστο φόρο τιμῆς σὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δημιούργησαν τὶς βάσεις στὶς ὁποῖες στηρίχθηκε, στηρίζεται καὶ θὰ στηρίζεται πάντα ὅλος ὁ δυτικὸς κόσμος. Οἱ παραδόσεις μὲ τὴν πορεία καὶ τὴ συνέχειά τους ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Βοηθῶντας τις νὰ παραμείνουν ζωντανὲς γινόμαστε μέρος τους, ἕνας ἀκόμη κρίκος στὴν πανάρχαια ἁλυσίδα τῆς μνήμης αὐτοῦ τοῦ τόπου ποὺ ξεπερνᾶ τὰ σύνορα τῆς σημερινῆς Ἑλλάδος καὶ διαχέεται μέσῳ τῆς ἀξεπέραστης ἑλληνικῆς γλώσσας, τῶν ἱστορικῶν προτύπων καὶ τῶν φιλοσοφικῶν ἀξιῶν στὴν Οἰκουμένη, στοὺς αἰῶνες. Ἡ σκυτάλη ποὺ λάβαμε ἀπὸ τοὺς προγόνους μας εἶναι τώρα στὸ χέρι μας. Ὀφείλουμε νὰ τὴν παραδώσουμε ἀτόφια στὶς ἑπόμενες γενιές.

Καλὰ Χριστούγεννα, μὲ Ὑγεία καὶ Εὐδαιμονία σὲ ὅλους. Εἰς ἔτη πολλά!

 

Πηγές:

Κουγέας, Σ. (1932) «Ὁ Γκαῖτε καὶ ἠ νεωτέρα Ἑλλάς». Νέα Ἑστία.
Κουκουλές, Φ. (1952), «Βυζαντινῶν Βίος καὶ Πολιτισμὸς» τ. στ΄, σελ. 152, ἐκδόσεις
Παπαζήση.
Μπαμπινιώτης, Γ. (2002) Λεξικὸ τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσας (Βʹ ἔκδοση). Ἀθήνα:
Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ ἔκδοση: 1998).
Ὁμήρου Βίοι: Vita Herodotea. Oxford, Homeri Opera V5
Παπαεμμανουὴλ Π. (2018) : Ἡ λαϊκὴ θρησκευτικὴ ποίηση καὶ μουσικὴ τῆς Ἰωνίας καὶ
τῶν νησιῶν τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου, (Διδακτορικὴ Διατριβή) Διαθέσιμο ἀπό:
Ἐθνικὸ Ἀρχεῖο Διδακτορικῶν Διατριβῶν.
Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Θησεύς, ἀπόδ. Ἀνδρέα Ι. Πουρνάρα, Ἐκδόσεις
Ἐπιστημονικὴ Ἑταιρεία τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων «Πάπυρος», Ἀθήνα 1975.
Πολίτης, Ν.: Παραδόσεις τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ Α’ & Β’, ἐκδ. Γράμματα, Αθήνα 1994),
Σκίντσας, Γ. (2021): Τὰ Κάλαντα του Δωδεκαημέρου – Ὁ Ἕλληνας Ἅι-Βασίλης.
Ἀνακτήθηκε ἀπὸ https://formiggart.gr
Cosgrove, C. H., (2006) “Clement of Alexandria and early Christian music”. Journal
of Early Christian Studies.
Stapert, C. R.,(2007) A new song for an old world: musical thought in the early Church.
Eerdmans.
Wellesz, Ε. (1961), A history of Byzantine music and hymnography. Clarendon Press.

 

1Ὁμήρου Βίοι: Vita Herodotea 462- 482, ἐκδ. Oxford, Homeri Opera V5
2Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Θησεύς, 22-1 – 22-5, ἀπόδ. Ἀνδρέα Ι. Πουρνάρα, Ἐκδόσεις Ἐπιστημονικὴ Ἑταιρεία τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων «Πάπυρος», Ἀθήνα 1975.
3Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ Ἀκαδημαϊκοῦ3
«Βυζαντινῶν Βίος καὶ Πολιτισμὸς» τ. στ΄, σελ. 152, ἐκδόσεις Παπαζήση,
4Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικὸ τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσας (Βʹ ἔκδοση). Ἀθήνα: Κέντρο4
Λεξικολογίας. (Αʹ ἔκδοση: 1998)
5C. H. Cosgrove, “Clement of Alexandria and early Christian music”, στὸ Journal of Early Christian5
Studies, αρ. 14 (2006), σ. 268
6Ε. Wellesz, A history of Byzantine music and hymnography, ἐκδ. Clarendon Press, Oxford 1961, σ. 95.
7C. R. Stapert, A new song for an old world: musical thought in the early Church, ἐκδ. Eerdmans,7
2007, σ. 92.
8Ἀπευθείας ἀναφορὰ στὴ χαρὰ τῆς ζωῆς καὶ τὴ λύπη τοῦ θανάτου ὑπάρχει στὸν ἐπιτάφιο τοῦ8
Σεικίλου, τὴν παλαιότερη σωζόμενη πλήρη μουσικὴ σύνθεση, ποὺ βρέθηκε χαραγμένος σὲ ἐπιτύμβια
στήλη στὴν ἑλληνιστικὴ πόλη Τράλλεις κοντὰ στὴν Ἔφεσο. Ὁ ἐπιτάφιος χρονολογεῖται μεταξὺ τοῦ 1ου
καὶ 2ου μ.Χ. αἰῶνα.
9Παρατίθενται σύμβολα τῆς εὐφορίας τῆς γῆς ποὺ παραπέμπουν στοὺς καρποὺς τοὺς κρεμασμένους9
στὰ φύλλα τῆς ἀρχαίας εἰρεσιώνης. Ὁ στίχος «Ἄνοιξι πόρτα μ’ ἄνοιξι πόρτα μου καναρένια»
παραπέμπει στοὺς προαναφερθέντες στίχους τοῦ Ὁμήρου «αὐταὶ ἀνακλίνεσθαι θύραι πλοῦτος γὰρ
ἔσεισι».
10Κάλαντα Χριστουγέννων Πελοποννήσου.
11Κάλαντα Χριστουγέννων Κρήτης
12Κάλαντα Χριστουγέννων Πόντου.
13φυλλοβόλο δέντρο ἢ θάμνος ποὺ ἀνήκει στὴν οἰκογένεια ροδίδες, μὲ καλῆς ποιότητας σκληρὸ ξύλο13
καὶ μὲ στυφοὺς καρπούς, ποὺ χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὴν παρασκευὴ ἀφεψήματος (στὰ χωριὰ τοῦ
Ἕβρου, τὰ παιδιὰ ποὺ λὲν τὰ κάλαντα, κρατοῦν κι ἕνα κλαδὶ ἀπὸ σουρβιὰ μὲ τὸ ὁποῖο χτυποῦνε στὴν
πλάτη τὸ νοικοκύρη)
Ἡ Σορβιὰ κατέχει σημαντικότατη θέση στὶς παραδόσεις, τόσο στὴν Ἑλλάδα, ὅσο καὶ στὴν ὑπόλοιπη
Εὐρώπη. Οἱ Κέλτες τὸ θεωροῦσαν ἱερὸ καὶ πίστευαν πὼς τὸ ξύλο τῆς σορβιὰς φυλακίζει τὰ κακὰ
πνεύματα, ἐνῶ ἡ ἑλληνικὴ μυθολογία ἀποδίδει τὶς μαντικὲς ἱκανότητες τοῦ Τειρεσία στὸ ραβδὶ
σορβιὰς ποὺ κρατοῦσε.
14Ἀπὸ τὴν ἀρχαία εἰρεσιώνη δὲν ἔλειπε ποτὲ τὸ μαλλὶ προβάτου (ἔριον) σὲ λευκὸ καὶ κόκκινο χρῶμα14
καὶ οἱ καρποὶ ποὺ συμβόλιζαν τὴν εὐκαρπία καὶ τὴν εὐγονία τοῦ κάθε νοικοκυριοῦ.
15Ἐπίσης ἀρχαία παράδοση ποὺ παραπέμπει στὶς ἀναίμακτες θυσίες τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ὅπου15
προσφέρονταν στους θεοὺς ἄρτοι, γλυκίσματα ἢ φαγητά καὶ ἀποτελοῦσαν θυσίες τῆς καθημερινῆς,
ἰδιωτικῆς ζωῆς ποὺ πραγματοποιούνταν στὸ σπίτι.
16Πολίτης Νικόλαος, Λαογραφικὰ Σὐμμεικτα τ. Α.
17Πολίτης Νικόλαος: Παραδόσεις του ελληνικού λαού Α’ & Β’ (εκδ. Γράμματα, Αθήνα 1994),
18Σ. Κουγέας, «Ὁ Γκαῖτε καὶ ἠ νεωτέρα Ἑλλάς», στὸ Νέα Ἑστία, ἀρ. 11 (1932), σ. 621.