Εγγραφή στο newsletter

Μη χάσετε καμία ενημέρωση! Εγγραφείτε στη λίστα αλληλογραφίας μας για να λαμβάνετε τα νέα μας


By submitting this form, you are consenting to receive marketing emails from: Ελληνική Αγωγή. You can revoke your consent to receive emails at any time by using the SafeUnsubscribe® link, found at the bottom of every email. Emails are serviced by Constant Contact

Μαθήματα Αρχαίων Ελληνικών ως εξωσχολική δραστηριότητα από το 1994

στορία μου, αμαρτία μου, Αρχαία Ελληνικά μου

της Ευγενίας Μανωλίδου

 

Το μάθημα που όλοι παραδέχονται ότι ωφελεί, αλλά κανείς δεν θέλει να διδάξει αλλιώς. Μία ιστορία δυόμιση αιώνων…

 
Τις τελευταίες εβδομάδες έχει φουντώσει η συζήτηση για την επικείμενη περικοπή μίας ώρας των Αρχαίων Ελληνικών στην Α’ Λυκείου. Όλοι, και όχι αδίκως, αναφέρονται στην εκπαιδευτική αξία του μαθήματος, στη συμβολή τους στη γλωσσική καλλιέργεια, στην ανάπτυξη της σκέψης και της κριτικής ικανότητας. Το παράδοξο όμως είναι ότι την ίδια ρητορική ακολουθούν και οι φιλόλογοι μέσα στις σχολικές τάξεις. Ανοίγοντας το βιβλίο της Α’ Γυμνασίου, ο μαθητής που μόλις έχει τελειώσει την Στ᾽ Δημοτικού συναντά ήδη από την πρώτη ενότητα φράσεις όπως: «Η ελληνική γλώσσα είναι φορέας πολιτιστικής κληρονομιάς» και «Οι Έλληνες έχουν μία αδιάκοπη ιστορική συνέχεια». Ο καθηγητής μπαίνει στην τάξη και λέει στο 12χρονο παιδί: «Θα κάνουμε Αρχαία. Έχουν αδιάκοπη ιστορική συνέχεια. Θα σου κάνουν καλό».

Μα σε ποιο άλλο μάθημα ξεκινάμε έτσι;

 
Ξεκινάει το παιδί Αγγλικά επειδή κατανοεί τη χρησιμότητα; Ή μουσική επειδή ξέρει ότι θα του κάνει καλό στην πειθαρχία και την εσωτερική του καλλιέργεια; Ή αθλητισμό επειδή πιστεύει ότι θα του ενισχύσει την υγεία; Όχι. Ξεκινάει γιατί κάποιος μεγάλος (γονιός ή δάσκαλος) το εντάσσει στο πρόγραμμά του με την ελπίδα να το αγαπήσει στην πορεία. Και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία στην αρχή: να του γίνει οικείο και αγαπητό.

Το ίδιο ισχύει και για τα Αρχαία Ελληνικά. Η διαφορά είναι ότι αντί να αναζητήσουμε τρόπους για να τα κάνουμε πιο ελκυστικά, και άρα αποτελεσματικά, προτιμούμε να υπενθυμίζουμε το πόσο πολύτιμα είναι. Η ρητορική όμως δεν αρκεί. Ούτε οι όμορφες εικόνες και τα εκσυγχρονισμένα σχολικά εγχειρίδια που γράφουν τα ίδια, λίγο αλλιώς. Αυτό που χρειάζεται είναι μέθοδος. Και η εμπειρία, αλλά και η διεθνής βιβλιογραφία της τελευταίας δεκαετίας είναι σαφής: μόνον μέσω της βιωματικής, ενεργού μεθόδου διδασκαλίας (active language teaching) μπορεί να γίνει το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών ουσιαστικό και αποδοτικό. Η στροφή προς την επικοινωνιακή προσέγγιση, την προφορική χρήση, τη δραματοποίηση και τη ζωντανή εμπλοκή των μαθητών έχει ήδη δώσει εντυπωσιακά αποτελέσματα σε διεθνή προγράμματα διδασκαλίας Λατινικών και Αρχαίων Ελληνικών (Communicative Approaches for Ancient Languages, Bloomsbury Academic, 2021, σε επιμέλεια των Mair E. Lloyd και Steven Hunt.)

Σε αυτό το ακριβώς σημείο έρχεται να προστεθεί η ομιλία του ακαδημαϊκού Αλεξάνδρου Νεχαμά, τον Μάρτιο του 2023, στην Ακαδημία Αθηνών. Σε έναν αιχμηρό απολογισμό, ο καθηγητής Νεχαμάς σημειώνει ότι το πρόβλημα της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στην Ελλάδα υφίσταται εδώ και 250 χρόνια και πως, το ελληνικό σχολείο, αντί να οδηγεί τους μαθητές στο κείμενο, τους κρατά δέσμιους της γραμματικής, ακριβώς όπως συνέβαινε και τον 18ο αιώνα. Ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, ήδη από το 1779, περιέγραφε με απόγνωση τον τρόπο με τον οποίο η γραμματική συνθλίβει κάθε ουσιαστική μαθητεία:

 
«[…] ὅταν ὁ διδάσκαλος βάλλῃ κατ’ ἀρχὰς τὸ παιδίον εἰς τὴν γραμματικήν, οὔτε νὰ ὑποχρεῇ αὐτὸ πάντα νὰ μανθάνῃ κατὰ σειράν, πάντα νὰ ἀποστηθίζῃ […], πάντα εἶναι πράγματα ἢ δυσνόητα, ἢ ἄχρηστα, ἢ περιττὰ τοῖς ἀρχαρίοις […] τὸ ὄφελος, τὸ ὁποῖον συγκυμίζει ὁ μαθητὴς ἀπὸ τὴν μαθητείαν αὐτοῦ, εἷναι κυρίως αὔξησις δυσκολίας, παράτασις καιροῦ, καὶ σύγχυσις ἰδεῶν.» (Περὶ παίδων ἀγωγῆς ἢ παιδαγωγία, Βενετία 1779, σελ. 110–111).

Και δεν ήταν μόνο ο Μοισιόδαξ. Ανάλογες επισημάνσεις βρίσκουμε και στον Ρήγα, στον Κοραή, στον Βούλγαρη, όλοι επαναλαμβάνουν, με διαφορετικό ύφος αλλά κοινή αγωνία, το ίδιο ερώτημα: γιατί το σχολείο να εμποδίζει τη σχέση των παιδιών με την αρχαία μορφή της γλώσσας μας, αντί να τη διευκολύνει; Ο καθηγητής Νεχαμάς, σχολιάζοντας εύστοχα αυτή τη διαχρονική αποτυχία, θέτει το ερώτημα: «Ποια ήταν λοιπόν η επίδραση που είχαν στην διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών οι αντιρρήσεις που τόσο καθαρά είχαν εκφράσει οι πατέρες του έθνους; Η απάντηση είναι, δυστυχώς, προφανής: Απολύτως καμία!»

Κι όμως, τη λύση τη δίνουν τα ίδια τα παιδιά, με τρόπο απλό, καθαρό, και αποκαλυπτικό. Στην ίδια ομιλία, παρατίθεται η εξής μαρτυρία μαθητή Λυκείου: «Έτσι όπως γίνεται το μάθημα, πηγαίνουμε, το διαβάζουμε, μας λένε τη μετάφραση, το γράφουμε. Αυτό είναι όλο και μας βάζουν και κάποιες ασκήσεις. Αν άλλαζε ο τρόπος τελείως, όλοι θα ’χαμε μια μαζική προσήλωση στο μάθημα των αρχαίων, είμαι σίγουρος γι’ αυτό.» (Κέφης, Γ., Απόψεις μαθητών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών, Αθήνα 2018, σ. 60)