της Ευγενίας Μανωλίδου
Η εγγραφή των Μινωικών Ανακτορικών Κέντρων στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και η καθιέρωση της 9ης Φεβρουαρίου ως Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας συνιστούν γεγονότα διεθνούς σημασίας καθώς αναδεικνύουν την ενεργή παρουσία της Ελλάδος στο πεδίο του παγκοσμίου πολιτισμού, επιβεβαιώνοντας τη διαρκή επιρροή της Ελληνικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς στον σύγχρονο κόσμο
Τα Μινωικά Ανάκτορα – Κνωσός, Φαιστός, Μάλια, Ζάκρος, Ζώμινθος και Κυδωνία – αποτελούν τεκμήρια ενός ανεπτυγμένου πολιτισμού με αρχιτεκτονικές καινοτομίες και οργανωμένη κοινωνική δομή και η μυθολογική και νοηματική πυκνότητα του Λαβυρίνθου, ως σχήμα και ως ιδέα, έχει εγγραφεί στην παγκόσμια πολιτιστική μνήμη. Όμως, η ελληνική πρόσληψη του μύθου για εμάς τους Έλληνες, είναι βαθιά βιωματική αφού ήδη από την παιδική μας ηλικία, οι αφηγήσεις για τον Μίνωα, τον Μινώταυρο, την Αριάδνη και τον Θησέα μεταδίδονται μέσα από ιστορίες, εικόνες και σχολικές γιορτές. Πολύ πριν πάμε στο σχολείο, ερχόμαστε σε επαφή με τη μυθολογία. Έτσι, ο πολιτισμός χτίζει μέσα μας ένα υπόβαθρο, που λειτουργεί ως υποσυνείδητη γνώση για την υπόλοιπή μας ζωή.
Η ίδια πολιτισμική συνέχεια αποτυπώνεται και στη γλώσσα. Πολλές από τις πρώτες λέξεις που ακούει και προφέρει ένα παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα έχουν αρχαιοελληνικές ρίζες ή είναι αυτούσια αρχαίες – λέξεις όπως ουρανός, θάλασσα, αέρας, μητέρα, πατέρας κλπ. Αργότερα, ακούει και προφέρει φράσεις που διατηρούνται αναλλοίωτες επί αιώνες – «Γνῶθι σαυτόν», «Μηδὲν ἄγαν», «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ»– οι οποίες εντάσσονται στον καθημερινό λόγο, φυσικά. Και κάπως έτσι, η γλώσσα δεν λειτουργεί απλώς ως εργαλείο επικοινωνίας, αλλά ως φορέας σκέψης, πολιτισμού, ιστορίας και αξιών.
Η UNESCO, μέσα από τις αποφάσεις της, αναγνωρίζει την ιστορική αξία αυτής της συνέχειας αλλά και τη διαχρονική τους επιρροή. Η καθιέρωση της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας πριν από λίγους μήνες, αναδεικνύει τη σημασία μιας γλωσσικής παράδοσης που δεν περιορίζεται στο παρελθόν, αλλά εξακολουθεί να γεννά νόημα και σκέψη. Η ελληνική γλώσσα, με αδιάσπαστη διαδρομή τεσσάρων χιλιετιών, αποτελεί μοναδικό φαινόμενο πολιτισμικής συνέχειας. Ενώνει τον Όμηρο με τον Σεφέρη, τον Πλάτωνα με τον Ελύτη, συγκροτώντας έναν ενιαίο αξιακό και νοηματικό χώρο. Η διεθνής αναγνώριση αυτής της συνέχειας προέκυψε από τη συνειδητοποίηση του βάθους και της σταθερότητας που φέρει αυτός ο πολιτισμός, αλλά αποτελεί και μια αφορμή για να τεθεί το ζήτημα του εκσυγχρονισμού της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στα σχολεία μας με μεθόδους που αποκαλύπτουν τη συνέχεια και τη ζωντάνια της γλώσσας.
Σήμερα, ένα μάθημα που θα μπορούσε να είναι το πιο συναρπαστικό, συχνά καταντά το πιο ανιαρό. Οι μαθητές καλούνται να παρακολουθούν, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι διδάσκονται την παλαιότερη μορφή της μητρικής τους γλώσσας, η οποία τις περισσότερες φορές, αντί να τους αποκαλύπτεται ως κομμάτι της δικής τους ταυτότητας, τους παρουσιάζεται ως κάτι απομακρυσμένο και δυσνόητο. Την ίδια στιγμή, η παγκόσμια κοινότητα υποκλίνεται στον ελληνικό πολιτισμό και εκείνοι που γνωρίζουν ή σπουδάζουν αρχαία ελληνικά στο εξωτερικό αντιμετωπίζουν τη γνώση της γλώσσας μας ως προνόμιο, ως έναν κώδικα που ανοίγει την πρόσβαση στη φιλοσοφία, στη λογοτεχνία, στην ίδια τη δομή της σκέψης. Είναι παράδοξο: εκείνοι που τη μιλούν χωρίς να το συνειδητοποιούν, την απορρίπτουν, ενώ εκείνοι που την αναζητούν και τη μαθαίνουν με τόση δυσκολία, τη σέβονται και τη θαυμάζουν.
Η τιμή που αποδίδεται διεθνώς στον μινωικό πολιτισμό και στην ελληνική γλώσσα μάς υπενθυμίζει ότι αυτή η πολιτιστική παρακαταθήκη μας αφορά όλους. Η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει να την καλλιεργεί, από σεβασμό προς μία κληρονομιά που – όπως η ίδια η γλώσσα της – είναι αρχαία, αλλά ουδέποτε γέρασε, δεν κλείστηκε στο παρελθόν, αλλά εξελίχθηκε, διαμορφώθηκε όπως τη γνωρίζουμε σήμερα και εξακολουθεί να εμπνέει και να καθοδηγεί την παγκόσμια κοινότητα. Και αυτό, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί την υπέρτατη ευθύνη.