Εγγραφή στο newsletter

Μη χάσετε καμία ενημέρωση! Εγγραφείτε στη λίστα αλληλογραφίας μας για να λαμβάνετε τα νέα μας

Μαθήματα Αρχαίων Ελληνικών ως εξωσχολική δραστηριότητα από το 1994

Αρχαία Ελληνικά: απλοποίηση ή ευκολία;

της Ευγενίας Μανωλίδου

Η μορφολογική απλοποίηση στη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών δεν συνεπάγεται γλωσσική ευκολία ή επιφανειακή αρχαιοπρέπεια.

 

Αποτελεί επιστημονικά τεκμηριωμένη διδακτική πρακτική, η οποία εφαρμόζεται από ειδικούς στη γλωσσική εκπαίδευση, στο πλαίσιο συγχρόνων παιδαγωγικών προσεγγίσεων.

Τα πρόσφατα αποτελέσματα του Προγράμματος Διεθνούς Έρευνας Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) κατατάσσουν σταθερά τους Έλληνες μαθητές κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ στην κατανόηση κειμένου, τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες. Ειδικά στην ανάγνωση, η Ελλάδα συγκέντρωσε 438 μονάδες έναντι 476 του μέσου όρου. Η χαμηλή επίδοση αναδεικνύει μία ευρύτερη αδυναμία κατανόησης αφηρημένων εννοιών και επεξεργασίας λόγου μέσω της γλώσσας.

 

Την ώρα που στην Ελλάδα η συζήτηση για τον ρόλο των Αρχαίων Ελληνικών στην εκπαίδευση παραμένει ανοιχτή, στο εξωτερικό ενισχύεται συστηματικά η θέση των κλασικών γλωσσών. Στην Αγγλία, από το 2014, τα Λατινικά και σε κάποιες περιπτώσεις τα Αρχαία Ελληνικά περιλαμβάνονται ως επιλογές ξένης γλώσσας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (Key Stage 2). Στη Γαλλία, το Υπουργείο Παιδείας ενίσχυσε το 2021 το πρόγραμμα Langues et Cultures de l’Antiquité στα γυμνάσια και λύκεια, με στόχο τη διεύρυνση της πρόσβασης σε Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά. Στη Φλάνδρα και την Ολλανδία, ερευνητικά δίκτυα όπως το OIKOS – Classics & Education, με έδρα το Πανεπιστήμιο του Γκρόνινγκεν, επεξεργάζονται παιδαγωγικές προσεγγίσεις για την αξιοποίηση των κλασικών γλωσσών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με στόχο την ενίσχυση της γλωσσικής και πολιτισμικής επίγνωσης των μαθητών.

Κεντρικό στοιχείο αυτών των σύγχρονων προσεγγίσεων είναι η μορφολογική απλοποίηση των κλασικών γλωσσών, χωρίς αλλοίωση της λογικής και σημασιολογικής τους συνέπειας. Η πρακτική αυτή έχει ιστορική βάση ήδη από την Αναγέννηση, όπως δείχνει το «Οἰκείων Διαλόγων βιβλίον Ἑλληνιστί και Ῥωμαϊστὶ» (FAMILIĀRIUM COLLOQUIUM GRÆCĒ ET LATĪNĒ) του Johannes Posselius (1642), όπου η διδασκαλία ελληνικών και λατινικών γίνεται μέσω ζωντανών διαλόγων καθημερινής χρήσης.

Αυτή η παιδαγωγική αρχή εφαρμόζεται και σήμερα σε εγχειρίδια διεθνούς εμβελείας: το Athenaze (Oxford University Press, 1990) χρησιμοποιεί συνεχή αφήγηση σε απλοποιημένη αρχαία ελληνική με γραμματική υποστήριξη. Το Reading Greek, που εκπονήθηκε από το Joint Association of Classical Teachers (JACT) (Cambridge University Press, 1978, αναθεώρηση 2007), βασίζεται σε προσαρμοσμένα και αυθεντικά κείμενα με ενσωματωμένο λεξιλόγιο και ασκήσεις. Ενώ το A Greek Boy at Home του W. H. D. Rouse (1909) υιοθετεί πλήρη εμβύθιση στη γλώσσα χωρίς ενδιάμεση μετάφραση. O γλωσσολόγος Christophe Rico προτείνει τη διδασκαλία της ελληνιστικής κοινής ως ζώσας γλώσσας μέσα από το έργο του Λαλεῖν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ τῇ ζώσῃ (Polis, από το 2015 και εξής), με έμφαση στην προφορική χρήση, τη βιωματική μάθηση και την επικοινωνιακή λειτουργία της γλώσσας. Τα παραδείγματα αυτά είναι μόνο ενδεικτικά: πλέον υπάρχει ένα πλούσιο διεθνές ρεύμα συγγραφής και χρήσης εγχειριδίων που αξιοποιούν παρόμοιες παιδαγωγικές αρχές, με πιο πρόσφατη μορφή το πρόγραμμα Oxford Latinitas, όπου οι συμμετέχοντες εξασκούνται στα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά χρησιμοποιώντας βιωματική και προφορική μεθοδολογία.

 

Η μορφολογική απλοποίηση, λοιπόν, δεν είναι συνώνυμη της ευκολίας. Είναι εργαλείο πρόσβασης σε μια γλώσσα σύνθετη και στοχαστική, η οποία μπορεί να γίνει αντικείμενο ουσιαστικής κατανόησης μόνο αν συνδεθεί με τον νου και το βίωμα του μαθητή. Ο στόχος δεν είναι η αναπαραγωγή τύπων, αλλά η κατανόηση της αρχαίας ελληνικής ως εργαλείου σκέψης και ανάλυσης. Όσο η διδασκαλία παραμένει εγκλωβισμένη στη γραμματική αποστήθιση και τη μεταφραστική τεχνική, η γλώσσα παραμένει αδρανής στα μάτια των μαθητών — και η διδασκαλία εξαντλητική ακόμη και για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς.

Κατά τη γνώμη μου όμως το βασικότερο όλων είναι ότι η υποχώρηση των γλωσσικών και εννοιολογικών δεξιοτήτων συνδέεται με τη σταδιακή αποσύνδεση των νέων από τη γλώσσα ως μέσο ουσιαστικής επικοινωνίας καθώς, η αδυναμία διατύπωσης σκέψης και κατανόησης λόγου δεν οδηγεί μόνο σε εκπαιδευτικά ελλείμματα, αλλά τροφοδοτεί και φαινόμενα επιθετικότητας, σύγκρουσης και απομόνωσης. Σε αρκετά εκπαιδευτικά συστήματα, παρατηρείται στροφή προς την ενίσχυση της ιστορικής γλωσσικής συνείδησης και της κλασικής παιδείας ως μέσων υποστήριξης της σκέψης, της κατανόησης και της πολιτισμικής συγκρότησης των μαθητών. Η Ελλάδα διαθέτει το πολιτισμικό υπόβαθρο για να αξιοποιήσει αυτές τις μεθόδους συστηματικά, αλλά και τη δυναμική για να αναπτύξει νέες, προσαρμοσμένες στις ανάγκες του σύγχρονου σχολείου και στη γλωσσική της παράδοση.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Πρώτο Θέμα στις 21/10/2025.