της Ευγενίας Μανωλίδου
Παραμονή της ημέρας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Παναγίας μας, το «Πάσχα του καλοκαιριού», οι εκδηλώσεις πίστης σε όλη τη χώρα ανανεώνουν μία βαθιά πολιτισμική συνέχεια. Από το προσκύνημα στην Τήνο μέχρι τα τοπικά πανηγύρια, η συλλογική εμπειρία της πίστης παραμένει ζωντανή και λειτουργεί ως δύναμη συνοχής, ελπίδας και μνήμης
Η πίστη, ως βίωμα και πράξη, ήταν ανέκαθεν θεμέλιο της ελληνικής ταυτότητας. Στην αρχαιότητα, το να χαρακτήριζε κάποιος έναν Έλληνα «άπιστο» ήταν βαθύτατη προσβολή. Η σχέση με το θείο όριζε το ανήκειν. Κι όταν η αρχαία θρησκεία έδωσε τη θέση της στην Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση, πολλές πρακτικές αντί να χαθούν, επιβίωσαν και εντάχθηκαν στο νέο πλαίσιο.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα «αναθήματα», τα σημερινά «τάματα.» Στην αρχαιότητα προσφέρονταν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης ή αίτημα θεραπείας. Πολύτιμα αντικείμενα, αγγεία, ειδώλια, ακόμη και αναπαραστάσεις θεραπευμένων μελών έχουν βρεθεί στα Ασκληπιεία. Η ίδια πρακτική συνεχίζεται και σήμερα: εκκλησίες από την Τήνο έως την Παναγία Σουμελά γεμίζουν με τάματα, υλικές μαρτυρίες πίστης και ελπίδας. Ο Βρετανός περιηγητής F.S.N. Douglas παρατηρούσε ήδη από τον 19ο αιώνα ότι «ο Έλληνας δεν αναλαμβάνει καμία σημαντική πράξη χωρίς κάποιο τάμα στον αγαπημένο του Άγιο». Παρατήρησε επίσης, ότι οι Έλληνες της εποχής, την περίοδο της τουρκικής κατοχής, διατηρούσαν έθιμα και πρακτικές των Αρχαίων όπως τα τάματα, ο σεβασμός σε ιερούς τόπους, η χρήση ιερών πηγών και παλαιές μορφές προσφορών. ((Douglas F.S.N., An Essay on Certain Points of Resemblance Between the Ancient and Modern Greeks, 1813, σ. 59–63).
Η σωματική έκφραση της ευλάβειας παρουσιάζει ανάλογη συνέχεια. Η γονυκλισία του ικέτη της αρχαιότητας έγινε πράξη ταπείνωσης ενώπιον του Θεού στην προσευχή μας. Από τις μεγαλοπρεπείς πομπές των Παναθηναίων έως τις σημερινές λιτανείες, η συλλογική πίστη εκφράζεται μεγαλοπρεπώς ενισχύοντας έτσι την κοινοτική συνοχή. Ακόμη, πολλοί αρχαίοι ναοί είχαν χτιστεί σε λόφους, πηγές ή σπήλαια, τοποθεσίες που φιλοξενούν και σήμερα εκκλησίες και μοναστήρια και διατηρούν έτσι τον ιερό δεσμό με το τοπίο.
Η συνέχεια αυτή περνάει μέσα από τη γλώσσα. Η Ορθόδοξη παράδοσή μας, μέσα από τη λειτουργία και την υμνογραφία, διέσωσε την Ελληνιστική Κοινή, τη μορφή της ελληνικής στην οποία γράφτηκε η Καινή Διαθήκη κι έτσι, ακόμη και ο λόγος της Εκκλησίας λειτούργησε ως ζωντανή γέφυρα με την αρχαιότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι σήμερα τρία Πατριαρχεία — το Οικουμενικό, της Αλεξανδρείας και των Ιεροσολύμων — παραμένουν ελληνόφωνα, συνεχίζοντας μια παράδοση αιώνων.
Όσοι επιμένουν πως δεν έχουμε καμία σχέση με τον αρχαίο πολιτισμό, πως τα αρχαία ελληνικά δεν έχουν αξία, πως οι παραδόσεις μας είναι κατάλοιπα ενός ξεπερασμένου παρελθόντος, ας μπουν σε μία εκκλησία. Ας ακούσουν τη γλώσσα, ας νιώσουν τη μελωδία των ψαλμών, τη σιγή της προσευχής. Είναι μάταιο, όσο κι αν αλλάζουν οι καιροί, να προσπαθεί κάποιος να σιγήσει τα ήθη, τις συνήθειες που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και που δεν επιβάλλονται, αλλά αναβλύζουν αυθόρμητα: Ἄμαχόν γαρ ἐστὶ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος.
Τῇ χάριτι τῆς Παναγίας Θεοτόκου, εἰς ἔτη πολλὰ τοῖς πᾶσιν.