της Ευγενίας Μανωλίδου
Αναμφίβολα, ζούμε σε μια εποχή που διαμορφώνεται ολοένα και περισσότερο από την τεχνητή νοημοσύνη. Οι μηχανές πλέον εκτελούν καθήκοντα που κάποτε θεωρούνταν αποκλειστικά ανθρώπινα. Τα τελευταία χρόνια, είναι σχεδόν «της μόδας» να αμφισβητείται η θέση των Ανθρωπιστικών Σπουδών – των Κλασικών Γραμμάτων, της Φιλοσοφίας, της Λογοτεχνίας, της Ιστορίας, της Τέχνης – στον σύγχρονο κόσμο. Τι μπορεί να προσφέρει ο Όμηρος ή ο Αριστοτέλης στην εποχή των νευρωνικών δικτύων και της αλγοριθμικής ακριβείας; Τι μπορούν να μας διδάξουν ο Σαίξπηρ ή η Μπροντέ που να μη μπορεί να αναπαράγει μια μηχανή; Και αλήθεια – ποια αξία έχει σήμερα το να διαβάζει κανείς ένα πλατωνικό διάλογο από το πρωτότυπο ώστε να καταλάβει τις σκέψεις του φιλοσόφου, όπως ακριβώς τις συνέλαβε; Η απάντηση, σιωπηρή και όμως επιτακτική, είναι πως οι κλασικές και ανθρωπιστικές σπουδές δεν αποτελούν πολυτέλεια, όπως συχνά μπορεί να μοιάζει, αλλά αναγκαιότητα για τον κόσμο που έρχεται.
Η εποχή της «τεχνολογικής ωριμότητας» – ένας κόσμος όπου οι περισσότερες μορφές εργασίας, ακόμη και όσες απαιτούν πνευματική προσπάθεια, ίσως καταστούν περιττές – παραμονεύει. Κι όμως, μέσα σε αυτόν τον ορίζοντα, ορισμένες ικανότητες παραμένουν ανθεκτικές, ακόμη και απαραίτητες: η κρίση, η διάκριση, η δημιουργία νοήματος και η ικανότητα να εμπλέκεται κανείς σε αυτοτελείς δραστηριότητες. Αυτά δεν μπορούν εύκολα να ανατεθούν σε μηχανές, διότι ανήκουν σε εμάς· είναι δικά μας να τα κρατήσουμε και να τα τιμήσουμε.
Πουθενά δεν φαίνεται αυτό πιο καθαρά από την έννοια της φιλομάθειας – της αγάπης για τη μάθηση, όχι ως μέσο, αλλά ως πηγή αυθεντικής χαράς. Αυτή είναι η ουσία της παιδείας. Να μαθαίνει κανείς επειδή η αναζήτηση της γνώσης καλλιεργεί και εξευγενίζει την ψυχή, όχι για το κύρος ή την αναγνώριση. Ο Αριστοτέλης ξεκινά το «Μετά τα Φυσικά» γράφοντας: «Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει» (από τη φύση τους οι άνθρωποι θέλουν να γνωρίζουν). Σε μια εποχή όπου η γνώση είναι άφθονη και άμεσα προσβάσιμη, αυτό που οφείλουμε να καλλιεργήσουμε δεν είναι η γνώση, αλλά η επιθυμία για τη γνώση.
Και πώς άραγε δημιουργείται αυτή η επιθυμία; Μέσω της μηχανικής διδασκαλίας ή της παθητικής πρόσληψης; Ή μέσα από το παιχνίδι, τη βιωματική συμμετοχή και την αισθητική καλλιέργεια. Ιδίως στα παιδιά, η μάθηση είναι πιο ισχυρή όταν ενσωματώνει το στοιχείο του παιχνιδιού. Η νευροεπιστήμη επιβεβαιώνει αυτό που ο Πλάτων είχε διαισθανθεί αιώνες πριν: η μάθηση που βασίζεται στο παιχνίδι, τη μουσική, τον ρυθμό και την ομορφιά δημιουργεί πιο σταθερές νευρωνικές συνδέσεις, ενεργοποιεί περισσότερες περιοχές του εγκεφάλου και χτίζει μακροπρόθεσμη γνωστική ανθεκτικότητα. Σε αίθουσες όπου η τέχνη είναι παρούσα, όπου απαγγέλλεται η ποίηση, όπου οι ιστορίες ζωντανεύουν με διαλόγους, κίνηση και φαντασία, τα παιδιά αρχίζουν να καταλαβαίνουν, να νιώθουν, να συνδέουν και να αντιλαμβάνονται.
Αυτό το είδος της παιδείας καλλιεργεί μια εσωτερική άμυνα: μια λεπτή αλλά ζωτική ικανότητα να αντιστέκεται κανείς στη χειραγώγηση, στην παραπληροφόρηση, στην πλάνη. Καλλιεργεί την κρίση, την υπομονή, το βάθος της αντίληψης. Η μελέτη του Θουκυδίδη παραδείγματος χάριν, δεν μας μαθαίνει απλώς τι συνέβη στον πόλεμο, αλλά μας διδάσκει και το πώς λειτουργεί η εξουσία, πώς συγκρούονται τα ανθρώπινα κίνητρα, πώς η ρητορική παρασύρει και η αλήθεια αντιστέκεται. Έτσι, προσφέρει τα εργαλεία που είναι απαραίτητα για να κινηθούμε μέσα σε έναν ψηφιακό κόσμο γεμάτο bots που μιλούν πιο γρήγορα απ’ όσο εμείς σκεφτόμαστε.
Η αξία των Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών όμως, δεν εξαντλείται στην ανθεκτικότητα, ούτε στην εφήμερη απόλαυση της κατανάλωσης (διασκέδασις). Η ενασχόληση με αυτές προσφέρει κάτι πολύ βαθύτερο: μια σταθερή, εσωτερική τέρψη που γεννιέται όταν σκέψη, συναίσθημα και πράξη εναρμονίζονται στην αναζήτηση του αγαθού (ψυχαγωγία). Αυτή είναι η ουσία εκείνου που ο Σωκράτης ονόμασε καλὸς κἀγαθός: το όμορφο και το ηθικό, ενωμένα σε μια ζωή που αξίζει κανείς να τη ζήσει. Όπως έγραψε ο Αριστοτέλης:
«ὁ γὰρ σπουδαῖος, ᾗ σπουδαῖος, ταῖς κατ᾽ ἀρετὴν πράξεσι χαίρει, ταῖς δ᾽ ἀπὸ κακίας δυσχεραίνει, καθάπερ ὁ μουσικὸς τοῖς καλοῖς μέλεσιν ἥδεται, ἐπὶ δὲ τοῖς φαύλοις λυπεῖται.» Ο ενάρετος, ακριβώς επειδή είναι ενάρετος, χαίρεται με τις πράξεις της αρετής και λυπάται για τις πράξεις της κακίας, όπως ο μουσικός χαίρεται με τις όμορφες μελωδίες και θλίβεται με τις άσχημες.
Αυτή είναι και η ουσιαστική προϋπόθεση για ένα μέλλον στο οποίο η χαρά πηγάζει από την εκτίμηση της ομορφιάς, από την ανακάλυψη του αληθινού, από εμπειρίες που αφήνουν ουσιαστικό αποτύπωμα. Και αλήθεια, ποιο συναίσθημα είναι ανώτερο από το να αναγνωρίζεις την ομορφιά εκεί όπου για τους άλλους όλα μοιάζουν συγκεχυμένα; Η κλασική παιδεία αυτό ακριβώς διδάσκει: να επιβραδύνεις, να παρατηρείς, να γεύεσαι, να απολαμβάνεις· να διακρίνεις τον συμβολισμό σε έναν στίχο, το ηθικό δίλημμα σε μια τραγική μορφή, την ιερότητα σε μια χειρονομία τιμής προς τους νεκρούς. Αντί για καθήκοντα προς διεκπεραίωση, επαφή με μυστήρια που χρειάζονται ησυχία, σεβασμό και ψυχική παρουσία που δημιουργεί δέος.
Και το δέος χρειάζεται. Μία από τις πιο βαθιές αλήθειες που συχνά παραβλέπουμε στην εποχή της προσομοίωσης και της αυτοματοποίησης είναι ότι ορισμένες πράξεις πρέπει να εκτελούνται από εμάς και μόνο από εμάς για να προκαλέσουν δέος. Το να τιμούμε τους προγόνους μας, να διατηρούμε τις παραδόσεις μας, να συνεχίζουμε μια τελετουργία, όλα αυτά προκαλούν δέος και είναι αδύνατον να αντιγραφούν, να ανατεθούν ή να προσομοιωθούν. Η σημασία των πράξεων αυτών έγκειται ακριβώς στο ότι πραγματοποιούνται από συγκεκριμένα πρόσωπα, υπό συγκεκριμένες συνθήκες και βασίζονται στο παρελθόν, έχουν ριζώσει μέσα στην ανθρώπινη υπόσταση. Διαβάζοντας τον Όμηρο, μιλώντας στα Αρχαία Ελληνικά, ανάβοντας ένα κερί για κάποιον που δεν είναι πια εδώ, ενεργοποιούμε τη μνήμη, την πίστη, την ταυτότητά μας. Και είναι αυτή η σιωπηλή, η αταλάντευτη αφοσίωση εκείνο που περισσότερο από καθετί άλλο ορίζει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Ακόμη και σε έναν κόσμο αφθονίας, θα υπάρχει πάντα η ανάγκη για τις αξίες της ζωής. Και ενώ η τεχνολογία μπορεί να μας προσφέρει άπειρες απολαύσεις, δεν μπορεί να μας κατευθύνει ως προς τις αξίες. Αυτό είναι έργο των Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών: η χαρά που γεννιέται από την αρμονία ανάμεσα στη σκέψη, στο συναίσθημα και στην πράξη και επιφέρει την ισορροπία. Η ανύψωση της απόλαυσης προς το καλό, που μας καθοδηγεί στο να βρίσκουμε τη χαρά στα σωστά πράγματα, στα δίκαια, στα όμορφα. Μας βοηθούν να σχεδιάζουμε τη ζωή ώστε να αξίζει κανείς να τη ζει.
Κάποιοι ίσως επιμένουν ότι σε έναν πλήρως «τακτοποιημένο» κόσμο, χάνεται η αίσθηση του κατεπείγοντος, η ιστορική αποστολή. Όμως εγώ πιστεύω πως, αυτό το παρόν, γεμάτο προκλήσεις και αποφάσεις, είναι η σπάνια στιγμή που ο σκοπός αποκτά το μεγαλύτερο βάρος. Αν όντως μας ενδιαφέρει η δικαιοσύνη, η αλήθεια και η ομορφιά, τώρα είναι η στιγμή να δράσουμε. Να διδάξουμε. Να μάθουμε. Να διασώσουμε. Να προσκαλέσουμε τους νέους σε αυτόν τον διαχρονικό διάλογο με τους αρχαίους προγόνους μας, που ξεκίνησε πριν από αιώνες και ακόμη μιλά διακριτικά μέσα από τα απαράμιλλης ομορφιάς κείμενα της ελληνικής γραμματείας.
Ο κόσμος αλλάζει. Μα το ερώτημα παραμένει: Τι αξίζει να κάνουμε, όταν η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να το κάνει καλύτερα; Μα φυσικά, να αγαπάμε, να μαθαίνουμε, να παίζουμε, να θυμόμαστε, να δημιουργούμε ομορφιά, να υπηρετούμε τις αξίες, να αναζητούμε την αρετή, γιατί αυτά θα είναι πάντα δικά μας, να τα κρατήσουμε και να τα τιμήσουμε. Και μέσα σε ένα μέλλον μπερδεμένο σε κώδικες και υπολογισμούς, να επιστρέφουμε πάντα σε ό,τι αθόρυβα πάλλεται στον πυρήνα της ύπαρξής μας: την αναζήτηση νοήματος, τη λαχτάρα για σοφία, την αγάπη για τη μάθηση. Τον παλμό της ανθρώπινης ουσίας.
References
- Aristotle, Nicomachean Ethics, Book II and X
- Aristotle, Metaphysics, I.1 (980a21)
- Plato, Republic and Laws (on education and play)
- Thucydides, History of the Peloponnesian War
- Homer, Iliad and Odyssey
- Werner Jaeger, Paideia: The Ideals of Greek Culture
- Martha Nussbaum, Not for Profit: Why Democracy Needs the Humanities