O Ερευνητής Ερμής και το μυστήριο του χαμένου κεραυνού
Μια φορά κι έναν καιρό,
σε έναν κόσμο μακρινό,
στην αρχαία την Ελλάδα
ήταν πάντοτε λαμπροί,
οι δώδεκα Θεοί.
Με τον Δία αρχηγό
και την Ήρα τη ζηλιάρα υπαρχηγό.
Γέννησαν δύο παιδιά, τρανά και δυνατά.
Τον Άρη τον πολεμοχαρή
και τον Ήφαιστο, δυνατό στην τεχνική.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε το δέντρο της ζωής,
τον Ουρανό, τη Γαία,
τον Κρόνο και τη Ρέα,
μαζί με τα παιδιά τους,
που θέλουνε να πάνε
όλοι στην αγκαλιά τους.
Καλό είναι να θυμόμαστε
τον φτερωτό Ερμή,
την Αφροδίτη την κομψή,
την Αθηνά την σοφή,
αλλά και την Άρτεμη στο στόχο εξαιρετική.
Τον Απόλλωνα πιστό στη μαντική,
να παίζει μουσικές,
που αγκαλιάζουν τις καρδιές.
Ο Διόνυσος κι αυτός μεθυσμένος,
τρώει, πίνει,
γλεντάει και καταπίνει.
Κι ενώ ήταν όλα ήρεμα και ωραία στον Όλυμπο, ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος, που κούνησε όλη τη γη. Ήταν από το πόδι του Δία. Ο Δίας ήταν έξω φρενών. Έβγαζε ατμούς θυμού από τα αυτιά του, γιατί ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά από τον Ήφαιστο και την έδωσε στους ανθρώπους. Τότε ο Δίας μέσα στον θυμό του, έριξε τον κεραυνό στην γη και του έπεσε.
Κάλεσε τότε τον Ερμήνα κατέβει στην γη, για να του φέρει τον κεραυνό, δίνοντας του ένα κουτί, για να το προσφέρει ως δώρο στους ανθρώπους.
Ο Ερμής ανυποψίαστος για το τι έχει μέσα το κουτί, καλεί για βοηθό του τον Ούλη-Φτερωτούλη και κατεβαίνουν στη γη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Ούλης-Φτερωτούλης τρωγόταν να μάθει τι είχε μέσα το κουτί.
-Επιτέλους, Ερμή, γιατί δεν το ανοίγουμε να δούμε τι έχει μέσα; Μπορεί να έχει σοκολατάκια…Κι έχω μια λιγούρα…Προτείνω να το κρατήσουμε για μας και να μην το δώσουμε στους ανθρώπους.
-Ούλη-Φτερωτούλη, σοβαρέψου. Θα θυμώσει πολύ ο Δίας μαζί μας αν το μάθει.
-Ερμή, μπορούμε να πούμε ότι μας έπεσε στο δρόμο.
-Ούλη-Φτερωτούλη, είναι Θεός και θα το καταλάβει… Εξάλλου μπορεί να μας παρακολουθεί…
Ο Ούλης-Φτερωτούλης τσατισμένος δέχτηκε. Η περιέργεια όμως δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Κάποια στιγμή που ο Ερμής δεν τον έβλεπε, ανοιγόκλεισε στιγμιαία το κουτί.
Ήταν αρκετό για να ξεσπάσει συμφορά. Όλοι, εκτός από τον Ερμή και τον Ούλη-Φτερωτούλη, άρχισαν να φτερνίζονται και να βήχουν.
Τα πράγματα όμως ήταν σοβαρά. Ο Ερμής είχε καταλάβει πως ο Ούλης-Φτερωτούλης δεν τον είχε ακούσει.
Φτάσανε στην κεντρική πλατεία της πόλης και παρέδωσαν το κουτί. Το κακό όμως είχε ήδη σκορπίσει.
Ο κόσμος αρρώσταινε, οι πόρτες και τα παράθυρα κλείνανε και δεν συναντούσαν άνθρωπο στο δρόμο να τους βοηθήσει, για να βρουν τον κεραυνό. Μετά από αρκετές μέρες περιπλάνησης και απορίας, συνάντησαν έναν κάτοικο με κρυμμένο το πρόσωπο του. Ο Ερμής αναρωτήθηκε:
-Τι γίνεται; Πού χάθηκαν όλοι; Γιατί οι δρόμοι είναι άδειοι;
Ο κάτοικος του απάντησε ευθύς αμέσως:
-Δεν σας έχουν ενημερώσει; Υπάρχει πανδημία σε όλον τον πλανήτη. Το στόμα σας πρέπει να είναι καλυμμένο, να κρατάτε αποστάσεις μεταξύ σας και αν φτερνιστείτε, να βάλετε τον αγκώνα σας. Αυτά είπε κι έφυγε.
-Ερμή μου, φοβάμαι εδώ. Είπε ο Ούλης -Φτερωτούλης. Πάμε, πάμε να φύγουμε. Εδώ θα πεθάνουμε.
-Ούλη-Φτερωτούλη, μη φοβάσαι. Τον ενθάρρυνε ο Ερμής. Κανένα μικρόβιο δεν θα μας εμποδίσει να βρούμε τον κεραυνό.
Λίγο αργότερα, ο Ούλης-Φτερωτούλης φοβισμένος πλησιάζει τον Ερμή και του λέει:
-Ερμή μου, θέλω να σου πω κάτι. Νομίζω πως όλο αυτό το κακό, εγώ το προκάλεσα, γιατί δεν σε άκουσα, άνοιξα για λίγο το κουτί και ήταν αρκετό για να γίνει όλος αυτός ο χαμός.
Τότε ο Ερμής θυμωμένος του απάντησε:
-Είδες για να χώνεις τη μύτη σου εκεί που δεν σε σπέρνουν;
-Τι θα κάνουμε τώρα αρχηγέ μου;
Ξαφνικά, ο Ούλης-Φτερωτούλης φτερνίζεται.
-Ατσουυυυ! Αμάν την πατήσαμε, Ερμή μου, θα πεθάνω.
Ο Ερμής βρίσκεται σε απόγνωση. Από τη μια ο Δίας ο θυμωμένος και από την άλλη ο Ούλης -Φτερωτούλης ο καημένος.
Ο Ερμής πρέπει να ξεχάσει για λίγο την αποστολή του και να καθίσει δίπλα στο βοηθό-φίλο του, να τον φροντίσει και να τον εμψυχώσει.
-Να είσαι δυνατός, Ούλη-Φτερωτούλη, και θαρραλέος σαν λιοντάρι. Να μην φοβάσαι και να μην απελπίζεσαι. Θα θεραπευτείς.
Έπειτα από μερικές μέρες, όλα διορθώθηκαν και ο Ερμής περιχαρής μαζί με τον πρόσχαρο Ούλη-Φτερωτούλη συνέχισαν την προσπάθεια για την ανακάλυψη του μυστηριώδους χαμένου κεραυνού. Μέρα-νύχτα έψαχναν, αλλά δεν έβρισκαν τίποτα.
Τότε αποκαρδιωμένοι κι απογοητευμένοι γύρισαν οι ήρωες στον Όλυμπο και είπαν τα άσχημα νέα στον Δία. Ο Δίας εξαγριωμένος με αυτά που άκουσε, συμβούλεψε τον Ερμή να ψάξει και στον Όλυμπο ανάμεσα στους Θεούς, μήπως κάποιος έκλεψε τον κεραυνό από τη γη.
Ο Δίας καλά είχε προβλέψει και συμβουλέψει τον Ερμή.Πηγαίνοντας ο Ερμής και ο Ούλης- Φτερωτούλης στα βάθη της θάλασσας και στο παλάτι του Ποσειδώνα και της γυναίκας του, της Αμφιτρίτης, πιάσανε τον Ποσειδώνανα προσπαθεί να κρύψει τον κεραυνό σε ένα σεντούκι κάτω από το κρεβάτι του.
Είπε τότε ο Ερμής στον Ούλη-Φτερωτούλη, να πάει στον Όλυμπο, να τα πει στο Δία και να του πει να έρθει στο παλάτι του Ποσειδώνα. Έτσι κι έγινε. Ο Δίας, ο Ερμής και ο Ούλης-Φτερωτούλης βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον Ποσειδώνα.
-Πως τόλμησες,Ποσειδώνα, να μου πάρεις τον κεραυνό; Φέρ’ τον πίσω. Φώναξε αγριεμένος ο Δίας.
Ο Ποσειδώνας αρνήθηκε.
-Κι όμως, Δία. Ο κεραυνός δεν είναι μόνο δικός σου.
Θυμωμένος ο Δίας απάντησε:
-Είμαι ο Θεός του ουρανού. Δικός μου είναι, εάν δεν το έχεις καταλάβει…
Όσο ο Δίας και ο Ποσειδώνας τσακώνονταν, ο Ερμής με τον Ούλη-Φτερωτούλη, πήραν τον κεραυνό και τον επέστρεψαν στο παλάτι του Δία.
Αμέσως μετά, ο Ερμής πήγε να παραλάβει τον Δία, όπου στην διαδρομή προς τον Όλυμπο του εκμυστηρεύτηκε όλα τα γεγονότα.
Ο Δίας ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα, δεν τιμώρησε τον Ούλη-Φτερωτούλη για τις σκανδαλιές του. Ο Ερμής όμως εξακολουθούσε να είναι προβληματισμένος για την κατάσταση που επικρατούσε στη γη. Πλησιάζει τότε στον Δία και του λέει:
-Δία, πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με τους ανθρώπους εκεί κάτω. Περνούν δύσκολα. Πρέπει να δείξεις μεγαλοσύνη και συμπόνια. Δεν φταίνε αυτοί για την ξεροκεφαλιά του Προμηθέα.
-Μην ανησυχείς Ερμή, το έχω ήδη φροντίσει. Έχω στείλει το Θεό της Ιατρικής, τον Ασκληπιό. Είναι σε καλά χέρια. Πήγε μαζί του ο Απόλλωνας κι ο Διόνυσος, για να φάνε, να πιούνε και να τραγουδήσουνε. Να, κοίτα τους!
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Να φύγει ρε παιδιά,
Να φύγει ρε παιδιά,
Ο ιός αυτός, να πάει μακριά.
Να φύγει ρε παιδιά,
Να φύγει ρε παιδιά,
Να φύγουν οι λοιμώξεις κι οι μολύνσεις πια.
Να μας αφήσει ελεύθερους,
χωρίς τις αποστάσεις,
Να είμαστε ξανά μαζί,
σε όλες μας τις δράσεις.
Να μην το δω στα χέρια μου,
στα μάτια μου ξανά,
Να περπατώ ελεύθερα
χωρίς κάποιο μπελά.
Να φύγει ρε παιδιά,
Να φύγει ρε παιδιά,
Να φύγει ρε παιδιά.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
~ΤΕΛΟΣ~